Ο πληθωρισμός είναι η χειρότερη φορολογία. Ειδικότερα όταν κατατρώγει τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων. Είναι, πρακτικά, αυτοί που δεν μπορούν να προσαρμόσουν, άμεσα, το επίπεδο των αμοιβών τους. Η ελληνική οικονομία είναι εθισμένη στον πληθωρισμό. Κράτος, επιχειρήσεις και συνδικάτα επιθυμούν τον πληθωρισμό.
Πρακτικώς, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία συμφωνούσε, όλα αυτά τα έτη του ευρώ (και πολλά περισσότερα πριν από αυτό), ότι ο πληθωρισμός δεν είναι το πρόβλημα, παρά τις περί του αντιθέτου «κορώνες». Ο λόγος, απλός, ήταν η ευκολία με την οποία οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι, προσάρμοζαν το επίπεδο των αμοιβών τους υψηλότερα από εκείνο που θα είχαν ακόμη και αν η προσαρμογή γινόταν ακριβώς στο ύψος του πληθωρισμού.
Η ύφεση αναστρέφει αυτήν ακριβώς τη λογική. Η κάθετη μείωση της ζήτησης αφαιρεί από ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να επιβάλουν τις τιμές τους. Ιδιαίτερα σε εκείνες που δεν προσαρμόζουν την προσφορά τους. Αλλά και σε όσες δεν κατορθώνουν να περιορίσουν το κόστος τους, σε ένα νέο, κατώτερο, επίπεδο πωλήσεων.
Δυστυχώς, η κυβερνητική πολιτική δεν επιτρέπει στην προσαρμογή αυτή να γίνει γρήγορα. Οι νέοι φόροι δημιουργούν «παράδοξες ευκαιρίες» στις επιχειρήσεις. Ο μικρός και μεσαίος επιχειρηματίας, ιδιαίτερα στον χώρο των υπηρεσιών, καταναλώνει συνεχώς τις εισπράξεις του, χωρίς να ξεχωρίζει τον φόρο που θα του απαιτηθεί. Οταν έρχεται η ώρα του φόρου, θα χρειαστεί τρέχοντα τραπεζικό δανεισμό ή θα δουλέψει «μερικά μεροκάματα» για να μαζέψει τα χρήματα που αναλογούν.
Το ίδιο κάνει για κάθε κατηγορία δαπανών και προμηθειών. Ο συνδυασμός μειωμένων εισπράξεων, περιορισμού των πιστώσεων και αύξησης των φόρων οδηγεί αυτομάτως το μεγάλο πλήθος της ελληνικής επιχειρηματικότητας στη φοροδιαφυγή ή το... κλείσιμο.
Η ύφεση όμως δεν συγχωρεί. Εφόσον το διαθέσιμο εισόδημα και η ροπή προς την κατανάλωση, νοικοκυριών και άλλων επιχειρήσεων, συνεχίσουν την απομείωσή τους, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να περιορίσουν την τιμή τους. Αν είναι σε θέση να ελέγξουν το συνολικό τους κόστος και, ταυτόχρονα, δραστηριοποιούνται σε περιβάλλον με έντονο ανταγωνισμό, θα αφομοιώσουν ακόμη και ένα μέρος των φόρων. Κάποιες όμως, αντί να προσαρμόσουν το κόστος τους, θα επιδιώξουν να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους τους ακόμη και αν περιορίζεται ο κύκλος εργασιών τους. Είναι καταδικασμένες.
Στη φάση αυτή, περισσότερες επιχειρήσεις, από την προηγούμενη περίοδο, θα εγκαταλείψουν την αγορά. Πολλές περισσότερες θα ζήσουν «από τον φόρο», μέχρι να εγκαταλείψουν και αυτές, μαζικά, την αγορά. Με άλλα λόγια, η άνοδος των τιμών που προκαλείται από την αύξηση των φόρων οδηγεί στο αντίστροφο ακριβώς αποτέλεσμα από εκείνο που είχε ο πληθωρισμός στην περίοδο της πιστωτικής και ελλειμματικής υπερθέρμανσης της οικονομίας. Ο συνδυασμός ύφεσης και πληθωρισμού, λόγω φόρων, είναι εξαιρετικά επικίνδυνος.
Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ σημειώνεται ότι «στο δεύτερο μισό του 2010, για πρώτη φορά από την είσοδο στο ευρώ, ο πληθωρισμός προ φόρων ήταν μικρότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης». Παρόμοια παρατήρηση είχαν κάνει οι τεχνοκράτες της Κομισιόν στη δική τους έκθεση: «Το 2010, το κομμάτι του πληθωρισμού που οφείλεται στους φόρους ήταν μεγαλύτερο από 3,5 μονάδες». Είχε προηγηθεί η Τράπεζα της Ελλάδος με την έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική: «Το ποσοστό μετακύλισης των αυξήσεων του ΦΠΑ στις τιμές αυξήθηκε από 50% τον Μάρτιο του 2010 σε 90% τον Δεκέμβριο. Θα ήταν μικρότερο αν ο ανταγωνισμός λειτουργούσε ικανοποιητικά στην εγχώρια αγορά».
Το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα οι επιχειρήσεις θα πιεστούν περισσότερο. Και στα περιθώρια κέρδους τους και στο κόστος τους. Θα μεγαλώσει η ανεργία, αλλά δεν θα αυξηθεί η απόδοση των φόρων. Στην αγορά θα μείνουν όσες τα καταφέρουν. Η ύφεση θα έχει ολοκληρώσει το μακάβριο έργο της. Στην αγορά θα έχουν μείνει οι πιο «δυνατοί». Παραμένει αμφίβολο αν θα είναι και οι καλύτεροι!
Tου Μπαμπη Παπαδημητριου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου