Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει διαμορφωθεί μια πραγματικότητα κατά την οποία είχαμε συνηθίσει να ζούμε σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία, η οποία βασιζόταν σε δανεικά. Υπήρχαν δουλειές σχεδόν για όλους, γενικά καλοπληρωμένες και χωρίς δυσκολία με το δεδομένο ότι και οι εισπράξεις ήταν σχετικά εύκολες (λόγω δανεισμού, Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, ευρύ δημοσίου τομέα κ.α.).
Παράλληλα, η ανάγνωση των δεικτών της οικονομίας αποτελούσε μία ηχηρή ένδειξη ότι όλα βαίνουν καλώς όπως για παράδειγμα, το γεγονός ότι κατά τη χρονική περίοδο 2000‐2008, η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει το ΑΕΠ της με ρυθμό διπλάσιο του μέσου όρου των 27 χωρών της Ε.Ε. και να μειώσει το ποσοστό της ανεργίας με επίσης διπλάσιο ρυθμό.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα ακολουθούσε αυτούς τους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, κατάφερε το ακατόρθωτο. Από την 33η θέση που βρισκόταν το 2002 όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα, κατρακύλησε στην 71 θέση το 2009 και στην 83η θέση το 2010, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ {The Global Competitiveness Index 2010-2011 rankings}, ενώ σύμφωνα με την κατάταξη του «Doing Business 2011» της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 109η θέση μεταξύ 183 χωρών σε ότι αφορά στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε μιλήσει σωστά για επανίδρυση του κράτους επιδιώκοντας να καταστεί «δύναμη μεταρρύθμισης». Είχε επιλέξει το δρόμο της ήπιας προσαρμογής αλλά το αποτέλεσμα σε αυτό το πεδίο ήταν πολύ χαμηλότερο του προσδοκώμενου. Η σημερινή κυβέρνηση χρησιμοποιώντας τον εκφοβισμό της χρεοκοπίας και με τη δαμόκλειο σπάθη του Δ.Ν.Τ., προσπαθεί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις κυρίως οικονομικού χαρακτήρα με έμφαση στον περιορισμό των δαπανών. Ακόμα όμως και αν πετύχει σε αυτόν τον τομέα, αν δεν βελτιώσει η χώρα την ανταγωνιστικότητά της, δεν θα μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον μεσοπρόθεσμα, παρά μόνο σε μια πολύχρονη στασιμότητα την οποία έχουν υποστεί και χώρες με υψηλότερη ανταγωνιστικότητα από αυτήν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, το τί μπορεί να γίνει για την αποτελεσματική καταπολέμηση αυτής της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Παραθέτω κάποιες σκέψεις και συλλογισμούς μου επ’ αυτού:
Κατά τη γνώμη μου το βασικότερο όλων είναι, να συνεννοηθούν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και να θέσουν την Εθνική Στρατηγική για την Ανάπτυξη και την Ανταγωνιστικότητα πάνω από μικροκομματικές σκοπιμότητες. Η κυβέρνηση έχει εθνικό καθήκον να πετύχει, βρίσκοντας τρόπους ώστε να ξεφύγει από τη γραφειοκρατία και την αναβλητικότητα. Ήδη έχει περάσει ενάμισης χρόνος και ακόμα δε έχουμε δει κανένα ουσιαστικό μέτρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Επίσης, θα πρέπει η χώρα να εντοπίσει τους τομείς στους οποίους πρέπει να αναπτύξει Εθνική Στρατηγική, όπως για παράδειγμα τον τουρισμό της, τα τρόφιμα, την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, την εξωστρέφεια, την πράσινη ενέργεια, την προσέλκυση επενδύσεων, τη ναυτιλία κ.α. Αναλογιζόμενοι το ερώτημα αν υφίσταται μια τέτοια στρατηγική, η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική, γεγονός το οποίο καθιστά την κατάρτιση εθνικού στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδίου με μετρήσιμους στόχους ως απαραίτητη, ώστε η χώρα να καταφέρει να ξεφύγει από το ενδεχόμενο, τα επόμενα δέκα χρόνια να είναι πέτρινα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα χωρίς στρατηγική και μετρήσιμο στόχο, δε θα μπορέσει να αναδείξει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της και να βελτιώσει μέσα στο χρόνο τα μειονεκτήματά της.
Και τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε ανάδειξη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων αυτής;
Καταρχάς αξίζει να τονιστεί ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα καλύτερα «οικόπεδα» στον κόσμο που συνδυάζεται με ιδανικές συνθήκες κλίματος. Άμεση συνέπεια του τελευταίου είναι και το γεγονός ότι ευδοκιμούν πολλά γεωργικά προϊόντα και προϊόντα διατροφής σε ελληνικά εδάφη, τα οποία είναι νόστιμα, υγιεινά και απόλυτα ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού. Επιπλέον διαθέτει και ανεκμετάλλευτο πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό, επίσης άμεση συνέπεια των ιδανικών συνθηκών κλίματος και ναυτιλία που αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο.
Ακόμα, μοναδική ιστορία και σημαντικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, που δυστυχώς παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εμπορικά- "αναξιοποίητα". Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα γεωγραφικά αποτελεί σταυροδρόμι για πολλούς πολιτισμούς, γεγονός επίσης όχι τόσο αξιοποιημένο όσο θα έπρεπε. Τέλος, είναι πολύ σημαντικό ότι η Ελλάδα αποτελεί μέλος της ΕΕ και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αξιοποιήσει τα οφέλη που της εξασφαλίζονται από τη συμμετοχή της σε αυτή.
Ως προς τα αναφερόμενα μειονεκτήματα αυτής, αξίζει να επισημανθούν μερικά όπως:
Η χώρα δε διαθέτει καμία οργανωτική ικανότητα, πειθαρχία, στρατηγική και στόχο, ο οποίος να αποτιμάται με μετρήσιμα αποτελέσματα. Η ανεξέλεγκτη γραφειοκρατία και ο αδηφάγος δημόσιος τομέας αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Το δυναμικό της δεν είναι υψηλού επιπέδου σε θέματα διοίκησης επιχειρήσεων παρουσιάζοντας συμπεριφορά απόλυτα εναρμονισμένη με τις επιταγές της υψηλής γραφειοκρατίας, η απορρόφηση της τεχνολογίας γίνεται με χαμηλούς ρυθμούς, ενώ η οργάνωση της παραγωγής και η καινοτομία παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Η ελληνική αγορά είναι μικρή και συνεπώς για να αναπτυχθεί θα πρέπει να ενισχύσει την εξωστρέφειά της ενώ τέλος, η χώρα είναι ακριβή και το νόμισμα της πλέον δεν μπορεί να υποτιμηθεί ώστε να αποκτήσει ανταγωνιστικότητα.
Συνεπώς, για την υπέρβαση των παραπάνω προβλημάτων και την επίτευξη της ανάπτυξης, μαζί με όλα τα προαναφερόμενα, απαιτείται η συμφωνία και η επιλογή μετρήσιμων στόχων σε ετήσια βάση (π.χ. βελτίωση τόσων θέσεων ως προς την ανταγωνιστικότητα, τη γραφειοκρατία κοκ), συνδεδεμένους με υπεύθυνους για την υλοποίησή τους, πολιτικούς προϊστάμενους ή καλύτερα διαχειριστές, των οποίων θα κρίνεται συνεχώς η αποτελεσματικότητά τους.
Επίσης, ο σχεδιασμός κανόνων και η εφαρμογή τους από όλους, ώστε να αποκτήσει και πάλι η χώρα τους ρυθμούς ανάπτυξης που είχε την τελευταία δεκαετία, στηριζόμενη στην παραγωγή σωστών προϊόντων και υπηρεσιών και όχι σε εξωτερικό δανεισμό. Κανόνες που θα έχουν σχεδιαστεί καλά και θα εφαρμόζονται αυστηρά- σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων- οι οποίοι θα μπορούν να καταστήσουν μετά από προσπάθεια, τη χώρα ανταγωνιστική, απομακρύνοντας τον κίνδυνο της στασιμότητας για δεκαετίες.
* Ο Γρηγόρης Σκαλιστήρας είναι Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης, ΜΒΑ και διετέλεσε επί σειρά ετών Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης
Πηγή: Σκάι.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου