Όλοι αναμφίβολα γνωρίζουν «τι δικαιούνται» και δεν αφήνουν ευκαιρία να μην το διατυμπανίσουν: καλό μισθό, δωρεάν παιδεία, αξιοπρεπή σύνταξη, δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη, καθαρό αέρα κλπ κλπ.
Παραδόξως όμως, πολύ δύσκολα θα ανταμώσει κανείς ανθρώπους που προβληματίζονται με ένα πολύ πιο βασικό ερώτημα: «Τι μου αξίζει;» Όχι με τη μεταφυσική θρησκευτική έννοια αλλά με την πρακτική έννοια του «Τι αξίζω για τους συνανθρώπους μου». Είναι με άλλα λόγια οι υπηρεσίες που προσφέρω ή το προϊόν που παράγω χρήσιμο και ελκυστικό στους συνανθρώπους μου έτσι ώστε να έχω ένα κοινωνικό λόγο ύπαρξης; Αυτό το ερώτημα το οποίο σπανίως θέτει κανείς στον εαυτό του είναι πολύ πιο βασικό από οποιοδήποτε αίτημα αναγνώρισης δικαιώματος. Διότι αν δεν προσφέρει κανείς τίποτα το οποίο να επιθυμεί ο υπόλοιπος κόσμος, τότε το μόνο αίτημα που δικαιούται κανείς να διατυπώσει είναι ένα αίτημα ελεημοσύνης και να ελπίζει στην φιλευσπλαχνία των συμπολιτών του.
Για όσους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα η απάντηση στο ερώτημα «τι μου αξίζει» είναι σχετικά εύκολη και δίνεται καθημερινά. Κάθε ημέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό δισεκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο συναποφασίζουν τι αξίζει η υπηρεσία ή το προϊόν που προσφέρεις και η απόφαση τους αυτή σου μεταφέρεται με αστραπιαία ταχύτητα μέσω του μηχανισμού των τιμών. Όσοι περισσότεροι συνάνθρωποί σου επιθυμούν αυτό που προσφέρεις τόσο περισσότερο ανεβαίνει η τιμή του-και αντίστροφα. Όσο πιο ποιοτικό και διαφοροποιημένο από τα άλλα ομοειδή προϊόντα είναι το δικό σου -είτε είσαι ο τενίστας Ρότζερ Φέντερερ είτε ο ποδοσφαιριστής Λιονέλ Μέσι- τόσο πιο πολύ οι συνάνθρωποι σου θα σπεύδουν να αποζητούν τις υπηρεσίες σου. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις εκ των προτέρων τι αξίζεις. Αυτό το μαθαίνεις μόνο εκ των υστέρων. Πρόκειται για μια «διαδικασίας ανακάλυψης» ανάλογη με τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Όταν ο δημιουργός της Apple Στιβ Τζομπς είχε την εκπληκτική ιδέα για το ipad οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα αποτύχει. Όμως το νέο προϊόν έσπασε ρεκόρ πωλήσεων.
Αν λοιπόν η απάντηση στο ερώτημα «τι μου αξίζει» είναι σχετικά εύκολη στον ιδιωτικό τομέα, η απάντηση στο ίδιο ερώτημα είναι πολύ δύσκολη για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα. Διότι μεταξύ αυτών και της υπόλοιπης κοινωνίας, παρεμβάλλεται ένας τεράστιος αδιαπέραστος τείχος που εμποδίζει τις αξιολογήσεις των τελευταίων να μπορούν να εκφρασθούν. Ο πολίτης δεν έχει κανένα αποτελεσματικό τρόπο να αξιολογήσει τις υπηρεσίες του δασκάλου και του καθηγητή του δημόσιου σχολείου, του γιατρού του νοσοκομείου, του οδοκαθαριστή, του συλλέκτη απορριμμάτων, του εφοριακού, του αξιωματικού, του πανεπιστημιακού, του δημοσιογράφου των κρατικών και δημοτικών ΜΜΕ, του οδηγού του κρατικού λεωφορείου, του δασοφύλακα, του ηλεκτροτεχνικού της ΔΕΗ, του σιδηροδρομικού, του διοικητικού υπαλλήλου των υπουργείων, του διπλωμάτη, του δικαστικού, του αστυνομικού, του δασοφύλακα, του δημοτικού υπαλλήλου, του υπαλλήλου της Βουλής κλπ. Είτε του αρέσουν οι υπηρεσίες των προαναφερθέντων είτε όχι, είτε τις χρησιμοποιεί είτε όχι, ο πολίτης είναι υποχρεωμένος με το πιστόλι στο κρόταφο να πληρώνει για αυτές. Αυτό φυσικά το γεγονός καθιστά οποιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης των υπηρεσιών των δημοσίων υπαλλήλων από το κοινωνικό σύνολο ανέφικτη.
Στην περίπτωση λοιπόν του εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα υπάρχει ένας μηχανισμός που του παρέχει μια συνεχή ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα «Τι μου αξίζει». Φυσικά ο μηχανισμός παρουσιάζει ατέλειες. Τα μπόνους π.χ. που έδιναν τα τραπεζικά στελέχη στους εαυτούς τους την στιγμή που οδηγούσαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην καταστροφή ή τα χρήματα που βγάζει ένας κατασκευαστής από την προνομιακή ανάθεση ενός έργου από το κράτος αυτά φυσικά με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εκφράζουν τις επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου.
Όμως στην περίπτωση του εργαζόμενου στον δημόσιο τομέα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Η απουσία ενός ανάλογου μηχανισμού μεταφοράς των επιθυμιών της κοινωνίας τον οδηγεί να χάσει κάθε επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και να απαντά στο ερώτημα του «τι μου αξίζει» με μοναδική αναφορά τις φαντασιώσεις του και την υποκειμενική του κρίση η οποία τις περισσότερες φορές δεν έχει απολύτως, μα απολύτως καμιά σχέση με την πραγματικότητα
του Τάκη Μίχα
Κλασσικό παράδειγμα οι εφοριακοί! Πιστεύουν ότι αξίζουν να αμείβονται με περισσότερα από τα ήδη πολλά που παίρνουν την στιγμή που έχουν απογοητεύσει κατάφωρα το κοινωνικό σύνολο με την διαφθορά που μαστίζει τον κλάδο τους. Παρόλα αυτά ούτε απολύσεις γίνονται και εκβιασμούς κάνουν μέσω της αναστολής συλλογής των φόρων!
ΑπάντησηΔιαγραφή