Πήρε το στυλό από το δεξιό μέρος του γραφείου και το έβαλε
στο αριστερό. Μετά το πήρε ξανά και το επανέφερε στην προηγούμενη θέση.
Ανακάτεψε τα χαρτιά που είχε μπροστά της. Έφτιαξε μια στοίβα, της έδωσε μια και
τη γκρέμισε. Τα χαρτιά σκόρπισαν στο πάτωμα. Δεν έσκυψε να τα μαζέψει. Έπρεπε
να σηκωθεί. Έπρεπε να ξεχωρίσει τα προσωπικά της αντικείμενα και να τα βάλει σε
ένα κουτί. Τα υπόλοιπα στην τσάντα. Τα πόδια της ήταν βαριά. Κοίταξε έξω από το
παράθυρο. Η κίνηση στο δρόμο είχε πυκνώσει πλησίαζε μεσημέρι. Ο κουλουράς
απέναντι συμμάζευε τα τελευταία του πράγματα. Είχε ξεπουλήσει. Ψιλόβρεχε, μια
άθλια βροχή που λέρωνε το πεζοδρόμιο. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει. Σήκωσε το
ακουστικό αλλά το κατέβασε. Δεν ήξερε που. Να τηλεφωνήσει. Δεν ήξερε τι να πει.
Ήθελε τσιγάρο αλλά δεν το έκανε. Έπρεπε να φύγει και δεν ήταν απολύτως σίγουρη
πως και που θα επέστρεφε. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί. Πριν από μια ώρα την
ενημέρωσαν πως είχε απολυθεί. Με συνοπτικές διαδικασίες. Έπρεπε τώρα να
ανατρέξει στο καινούριο μνημόνιο να δει πόσο νόμιμη ήταν η απόλυση της χωρίς
προειδοποίηση, αν δικαιούνταν αποζημίωση κ.λ.π. Κοινώς έπρεπε να πάει σε
δικηγόρο. Το γραφείο που μέχρι χτες ήταν ένα φιλικό κομμάτι του εαυτού της,
τώρα της φαινόταν τελείως ξένο και εχθρικό. Απλά έπρεπε να το πάρει απόφαση. Να
σηκωθεί από εκεί που καθόταν, να πάρει τα πράγματα της, να διασχίσει το μακρύ
διάδρομο χωρίς να δώσει εξηγήσεις, να ανοίξει την πόρτα και να χαθεί μέσα στο
ανώνυμο πλήθος.
Βρέθηκε στο δρόμο. Τσαλαβούτησε στα σπασμένα μάρμαρα τα
γεμάτα αυλάκια βροχής. Βρεχόταν. Η καρδιά της ήταν ακίνητη όμοια με το μολύβι
του ουρανού που την πλάκωνε. Μοναξιά. Ναι, αυτό ένοιωθε απόλυτη μοναξιά. Το
πλήθος την έσπρωχνε. Τα πράγματα της πέσανε στο πεζοδρόμιο και σκόρπισαν.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε γύρω της. Απόρησε. Τίποτα δεν είχε σταματήσει να
κινείται. Ο φούρνος απέναντι ήταν γεμάτος κόσμο. Τα παιδιά γύριζαν από το
σχολείο και οι μανάδες τα φώναζαν να μη βραχούν. Από τα παράθυρα των σπιτιών
διακρίνονταν φιγούρες ανθρώπων. Ένα ζευγαράκι στη γωνία αγκαλιαζόταν, οι
συνταξιούχοι στο καφενείο φώναζαν. «Αυτό είναι το τρομερότερο» σκέφτηκε «εγώ
έπαθα αυτό που έπαθα, η ζωή μου αναποδογύρισε, όλα άλλαξαν, αλλά γύρω μου όλα φαίνονται
ίδια, ο κόσμος δεν έχει σταματήσει και η γη συνεχίζει να γυρίζει»...Συνεχίζεται...
Τις τελευταίες δεκαετίες συνηθίσαμε να ζούμε μια βεβαιότητα για το τι θα γίνει σε 5-10 χρόνια. Και όμως αυτό ήταν αδιανόητο μόλις 50 με 100 χρόνια πριν. Ο προγραμματισμός αφορούσε το πολύ 1 χρόνο μετά. Δεν ξέρω αν η ανάγκη για "βεβαιότητα" που αποκτήσαμε είναι καλή ή κακή αλλά διερωτώμαι για πόσο μπορεί να συνεχιστεί αυτό με δεδομένο ότι αγνοούμε πολλούς αστάθμιτους παράγοντες που δεν μπορούν να ελεχθούν. Ανησυχούμε για παράδειγμα για το αν θα έχουμε δουλειά του χρόνου και δεν ανησυχούμε για το να θα συμβεί κάποιο τροχαίο ή αν θα μας πέσει κάποιος μετεωρίτης στο κεφάλι. Θα μου πεις ότι είναι λιγότερο πιθανό και όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί και ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε. Στην τελική θα πρέπει να ανησυχούμε διαρκώς για τα πάντα. Μήπως τελικά η ανησυχία πηγάζει από τον διαρκή βομβαρδισμό με πληροφορίες που δεν συνιστούν τίποτε παραπάνω από θόρυβο σε μια γενικότερη πορεία. Μήπως χρειάζεται κάποιο φίλτρο; Μήπως τα ΜΜΕ βολεύονται με την δημιουργία εντάσεων ώστε να "πουλούν" το προϊόν τους; Μήπως πρέπει κάπως να προστατευτούμε απ' όλο αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέω εγώ τώρα!