Έσκυψε και ίσιασε με προσοχή το λερωμένο του παντελόνι. Δεν
ήταν πάντα έτσι. Πρόσεχε τι φορούσε, ήταν τιτίζης. Ψώνιζε, με τις πιστωτικές
βέβαια, από καλά μαγαζιά, διάβαζε τις οδηγίες πλύσης και όπου το έγραφε τα
πήγαινε για στεγνό καθάρισμα να μην φθαρούν. Και στο φαγητό του ήταν
προσεκτικός. Άκουγε κάποιους γνωστούς που ψώνιζαν στα LIDL και ανατρίχιαζε. Αυτός προτιμούσε τον Βασιλόπουλο. Και του πουλιού το γάλα.
Ποιότητα και ποικιλία. Τελικά, φυσικά σπάνια μαγείρευε γιατί δεν είχε χρόνο,
ήταν «very busy». Έτρωγε έξω σχεδόν κάθε μέρα και πάντα φρόντιζε να
επισκέπτεται τα πιο «in» μαγαζιά και ότι καινούριο ακουγόταν ότι είχε ανοίξει και
είχε γίνει μόδα. Και άφηνε πουρμπουάρ. Πουρμπουάρ άφηνε παντού, στο εστιατόριο,
στο καφέ, στο ντελίβερι, στο μπαρ. Τουλάχιστον
το 10%. Όπως στη Νέα Υόρκη. Τι διάολο παγκοσμιοποίηση ήταν αυτή αν δεν
εξισωνόταν το πουρμπουάρ της Θεσσαλονίκης με εκείνο της Νέας Υόρκης. Ταξίδευε πολύ, λόγω δουλειάς. Και έμενε πάντα στα καλύτερα ξενοδοχεία. Ήταν επιλογή
της εταιρείας που δούλευε. Στα υπερατλαντικά ήταν πάντα στην business class. Κι αυτό επιλογή της εταιρείας ήταν.
Για να μην πάθουν οι εργαζόμενοι το σύνδρομο της τουριστικής θέσης. Το κινητό
του ήταν εταιρικό τελευταίο μοντέλο για να μπορεί να μπαίνει άμεσα στα μέηλ
του. Το ίδιο και το αυτοκίνητό του. Audi, με πολλά έχτρα. Έμενε φυσικά σε
μεζονέτα έξω από την πόλη που είχε αγοράσει με δάνειο. Δεν είχε παιδιά αλλά θα
έκανε. Το να μένεις σε μεζονέτα ήταν απολύτως in. Το κέντρο του την βαρούσε κιόλας.
Ήθελε τις λίγες φορές που έμενε σπίτι να κάθεται μπροστά στην πλάσμα τηλεόρασή
του και να χαίρεται την ησυχία. Και το κελάιδισμα των πουλιών. Όσο το άκουγε.
Τώρα έμενε στη γωνία Παλαιών Πατρών Γερμανού και Τσιμισκή σε
ένα χαρτόκουτο. Φορολογική δήλωση δεν έκανε γιατί ήταν άνεργος. Απολυμένος
κακήν κακώς με τις μαζικές απολύσεις που έκανε η εταιρεία μετά το μνημόνιο. Την
μεζονέτα την πήρε η τράπεζα μαζί με τα προσωπικά αντικείμενα. Τα έχασε όλα. Τηλέφωνο
δεν είχε, ούτε κινητό. Τα ρούχα του ήταν καλά αλλά παλιά και λερωμένα. Φίλους
δεν είχε. Συγγενείς δεν είχε. Δεν είχε ίντερνετ, δεν είχε Twitter, Facebook, μπανιέρα να πλυθεί, λογαριασμό σε
τράπεζα, πιστωτικές κάρτες, επιταγές, αυτοκίνητο, μηχανάκι, ποδήλατο,
τηλεόραση. Έτρωγε σε συσσίτια, κοιμόταν στο δρόμο, δεν είχε έναν άνθρωπο να
μιλήσει.
Ήταν ανύπαρκτος. Γραμμένος
μόνο στα μητρώα αρένων της πόλης του. Ανύπαρκτος. Πριν από το θάνατό του.
Κάπως έτσι έγινε και στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Οι άλλοτε χλιδάτοι βρέθηκαν σε 24 ώρες πεταμένοι στον δρόμο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣύμφωνοι, έτσι είναι. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν ήταν καν χλιδάτοι. Τελικά ήταν θύματα της δίνης που μας παρέσυρε όλους...
ΑπάντησηΔιαγραφή