Παραμονή πρωτοχρονιάς...

Σηκώθηκε με βαρύ βήμα από το παγκάκι. Μόλις είχε ταίσει τα περιστέρια και δυο αδέσποτους σκύλους. Προχώρησε προς το λεωφορείο. Ανέβηκε με δυσκολία, το μπαστούνι του μπλέχτηκε στο παλτό ενός άλλου. Αναθεματισμένα γηρατειά, μούγκρισε μέσα του. Η μέση του τον πέθαινε. Στάθηκε όρθιος γιατί κανένας δεν του πρόσφερε θέση και ντράπηκε να ζητήσει. Το λεωφορείο πίτα. Ο κόσμος χαρούμενος. Γιορτές βλέπεις. Παραμονή προτωχρονιάς. Ότι κι αν σε βασανίζει το ξεχνάς μια τέτοια μέρα. Άκουγε τα σχέδια για συγκεντρώσεις σε σπίτια, μαγειρέματα, πως θα φίλευε ο ένας τον άλλο, που θα πήγαιναν μετά. Ένα σύννεφο από αναμνήσεις γέμισε το κεφάλι του. Θυμήθηκε το ξανθό κεφάλι της κόρης του στολισμένο με δυο κοκκαλάκια πασχαλίτσες, δώρο πρωτοχρονιάτικο. Ερχόταν προς το μέρος του μες τη χαρά και το καμάρι. Άπλωνε τα χεράκια της φωνάζοντας "μπαμπά, μπαμπά χρόνια πολλά" και το στόμα της με τα λειψά δοντάκια γελούσε ολόκληρο. Ο γιός του στη γωνία σοβαρός και αμίλητος. Έτσι ήταν πάντα. Τα μάτια του όμως έλαμπαν. Περίμενε το δώρο το ακριβό που είχε ζητήσει. Ένα ποδηλατάκι. Δεν ήταν σίγουρος αν θα το πάρει και η ανησυχία με την προσμονή φαινόταν στο βλέμμα του. Είχε δηλώσει πως δεν πιστεύει στον Άγιο Βασίλη, αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος για αυτό. Προφανώς ήταν στην ηλικία που άρχιζε να αποτινάσσει τα είδωλα, όμως η παιδικότητα μέσα του δεν είχε εκλείψει. Η γυναίκα του ζωσμένη την ποδιά, μαγείρευε. Τα καστανά μαλλιά της της έπεφταν στα μάτια και όλο προσπαθούσε να τα τραβήξει χωρίς να βουτηρώσει το πρόσωπο της με τα λερωμένα χέρια. Το σπίτι φωτεινό και ζεστό, έλαμπε καταστολισμένο. Τώρα που το θυμόταν, πάντα είχε την εντύπωση πως αυτές τις μέρες πετούσε χρυσόσκονη παντού, στο ταβάνι, στα καθίσματα, στο στρωμένο γιορτινά τραπέζι. Όταν άλλαζε ο χρόνος, η κόρη του είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του, ενώ ο γιός του στεκόταν μαγεμένος, χωρίς λέξεις μπροστά στο θαύμα των ημερών. Το ολοκαίνουριο ποδήλατο. Είχε μαζέψει για καιρό τα λεφτά για να του το πάρει και θα το έπερνε ο κόσμος να χαλούσε. Η γυναίκα του έγερνε προς το μέρος του με την αγάπη να λάμπει στα μάτια της. "Χρόνια πολλά" κι ένα φιλί πολλά υποσχόμενο. Κοίταζε ξανά γύρω του και δεν ήθελε τίποτε άλλο. Το ήξερε πολύ καλά, είχε ότι ήθελε και ποτέ δεν θα ζητούσε τίποτα παραπάνω. 
Το απότομο σταμάτημα του λεωφορείου, σκόρπισε τις αναμνήσεις. Κατέβηκε με δυσκολία, όπως είχε ανέβει. Σύρθηκε μέχρι το σπίτι, χτυπόντας συνεχώς το μπαστούνι. Άναψε το φως. Το σπίτι τον περίμενε, χλωμό και αφώτιστο. Σωριάστηκε στην καρέκλα της κουζίνας, μπροστά στο άδειο τραπέζι. Έβαλε ένα ποτήρι φτηνό κρασί, το σήκωσε προς το ταβάνι και ευχήθηκε: καλή χρονιά! Ύστερα έγειρε το κεφάλι του στο τραπέζι, ακούμπησε επάνω και έμεινε ακίνητος εκεί...

Σχόλια