Όσοι καταρώνται το μνημόνιο δεν έχουν να προτείνουν καμία άλλη λύση. Ξέρουν πολύ καλά ότι η «άλλη λύση» σε μια χώρα που επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες αυτοκαταστρεφόταν ανηλεώς νομίζοντας, επιπλέον, ότι ανακάλυψε τη λυδία λίθο της εσαεί ευδαιμονίας χωρίς (οικτρό) τέλος ήταν η πείνα. Η απόλυτη πείνα. Όχι αυτή των περικοπών, αλλά του συνωστισμού γύρω από τους κάδους απορριμμάτων και τους τόπους απόθεσης βιομηχανικών και άλλων λυμάτων. Όποιος δεν το παραδέχεται, και επικαλείται το ηρωικό παρελθόν και τσιτάτα του τύπου «Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει» είναι απλώς υποκριτής. Αν δεν του αρέσει η λέξη υποκριτής, θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω και βλαμμένο…
Η αναγκαιότητα του μνημονίου ήταν επομένως αδήριτη, ήγουν αναπόφευκτη. Όπως όμως είχε σοφά αποφανθεί πριν από 120 περίπου χρόνια ο κληθείς να διαχειρισθεί την πτώχευση του 1893 Ανδρέας Συγγρός (και τότε ένα είδος μνημονίου αποδέχθηκε η χώρα με επαχθέστατους όρους, οι οποίοι υπήρξαν η αναμενόμενη συνέπεια του φτηνού μεγαλοϊδεατισμού και της ασυδοσίας της Αυλής και των πριγκίπων), «Και η πτώχευσις θέλει την τέχνη της». Άλλο πράγμα η αναγκαιότητα του μνημονίου και άλλο η διαπραγμάτευση, η οριστικοποίηση των όρων του και η εφαρμογή του. Αν αυτά τα τρία αστοχήσουν, υπονομεύεται στην πράξη η ίδια η αναγκαιότητα που τα προκάλεσε. Και επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν διαγράφοντας έναν πλήρη (φαύλο) κύκλο.
Διαπιστώνουμε, κάθε μέρα που περνά, τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί που διαπραγματεύθηκαν, συμφώνησαν και κλήθηκαν να εφαρμόσουν το μνημόνιο. Τα πλούσια προσόντα τους κάλυπταν όλο το φάσμα που απλώνεται από την απλή ανεπάρκεια και τον καιροσκοπισμό έως τη βαρύτατη ιδιοτέλεια, την απληστία και την εξουσιομανία. Τα δυσώδη πεπραγμένα τους αποκαλύπτουν πλέον οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους. Η σιωπή τους ως προς τα ουσιώδη, η φυγή τους, η διαρκής προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών τους αποκαλύπτουν ανθρωπάρια της έσχατης υποστάθμης – ό,τι λίαν προσφυώς είχε αποκαλέσει ο Arthur Koestler “The scum of the earth”.
Τα διλήμματα ενός μνημονίου όπως το ελληνικό ήταν εξαρχής δεδομένα: «Μείωση του κράτους ή υπερφορολόγηση;» «Πτώση της ζήτησης μέχρις εσχάτων ή προσπάθεια μείωσης της ζήτησης με παράλληλη ενίσχυση της εξωστρεφούς παραγωγής;» «Παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις – με εξωτερική χρηματοδότηση – η διάθεση των εξωτερικών πόρων για τη συντήρηση του αντιπαραγωγικού και νυν ανθρωποφάγου (παρα)κράτους;» «Αποκρατικοποιήσεις ή πλήρης κατάρρευση ολόκληρων λειτουργιών που αυτή τη στιγμή τελούν υπό δημόσιο έλεγχο λόγω υποχρηματοδότησης ή αδυναμίας χρηματοδότησης;» «Αναζήτηση ή συγκάλυψη ευθυνών;» «Κατάσχεση μη δικαιολογημούμενων περιουσιακών στοιχείων εντός και εκτός της χώρας ή εξαγορά των αποφασιζόντων από αυτά ακριβώς τα επιλήψιμα κεφάλαια;». Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει αναρίθμητα ανάλογα ερωτήματα, τα οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, ουδέποτε έθεσαν οι κυβερνήτες της τελευταίας τριετίας και ούτε προτίθενται να θέσουν στο μέλλον. Εξάλλου, είναι ενδεικτική η στάση τους κάθε φορά που άλλοι τους θέτουν ενώπιον τέτοιων διλημμάτων: είτε δεν απαντούν είτε δίνουν τη χειρότερη δυνατή, τη λάθος απάντηση.
Το μνημόνιο στην Ελλάδα υπονομεύθηκε ανοιχτά και συντονισμένα από τους εμπνευστές και εφαρμοστές του. Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η επέμβαση του ξένου παράγοντα ήταν εξαρχής αναπόφευκτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και καθολική. Δεν μπορούσε να αγνοήσει εντελώς τα θεσμικά χαρακτηριστικά και τη θεσμική εκπροσώπηση το κράτους. Έπρεπε κάπως να συνδιαλλαγεί μαζί τους, να αναζητήσει ορισμένους κοινούς τόπους. Αυτή η αναπότρεπτη ανάγκη αποτέλεσε και την αχίλλειο πτέρνα του όλου εγχειρήματος. Η στοιχειώδης αντίληψη των πραγμάτων κραυγάζει ότι το τσίρκο του Γιωργάκη κι ακόμη το σημερινό τσίρκο – αδυνατούν να προσδιορίσουν και να διαπραγματευθούν τις χρηματοδοτικές και διαρθρωτικές ανάγκες της χώρας. Και δεν θέλουν και δεν μπορούν. Πρόκειται για διαχειριστές της πορείας προς την πτώχευση. Η πτώχευση ήταν γι’ αυτούς το τέλος. Και το τέλος, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα και διακινούμενα, δεν μπορεί να γεννήσει καμία αρχή. Απλώς θα σαπίσει και θα μηδενισθεί.
Πέρα από τις λάθος απαντήσεις στα διλήμματα και τις διλημματικές επιλογές του μνημονίου, η ίδια η εφαρμογή – όσο και όπου επιχειρήθηκε – των προνοιών του υπήρξε τουλάχιστον ατυχής. Τόσο ατυχής ώστε μου δίνει το δικαίωμα να τη θεωρώ προσχεδιασμένη. Μια προσχεδιασμένη κατάρρευση σε slow motion. Τέτοια που να παρατείνει λιγάκι τη μανία κάποιων να νέμονται την εξουσία. Τίποτε δεν κινείται. Κανείς θεσπισμένος νόμος δεν εφαρμόζεται. Το πολιτικό προσωπικό βρίσκεται σε διαρκή λευκή απεργία, ακολουθούμενο από τους δημόσιους λειτουργούς. Η αναζήτηση πόρων δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό στόχευση. Όχι μόνο δεν θεραπεύεται η παραοικονομία, και γενικώς η παρανομία, αλλά παγιώνονται, δοκιμάζουν και διαρκώς επεκτείνουν τα όρια της ατιμωρησίας, διαβρώνουν και εντέλει κρατούν μόνον για τα προσχήματα εν ζωή τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η χώρα βρέθηκε σε ανάλογη κατάσταση μετά τη χρεοκοπία του 1893 και την επώδυνη ήττα του 1897. Τότε όμως βρήκε τα αναγκαία ψυχικά και ηθικά αποθέματα για να σταθεί και πάλι όρθια και μέσα σε κάτι περισσότερο από δέκα χρόνια να επιτύχει την εξυγίανση των οικονομικών της, την πολιτική της σταθεροποίηση και την εδαφική της ολοκλήρωση. Κάτι ανάλογο μας χρειάζεται και τώρα. Το οποίο προφανώς δεν θα προέλθει από το ψευτοδίλημμα «μνημόνιο ή αντιμνημονιο», αλλά από τις δυνάμεις της κοινωνίας που θα είναι σε θέση να προχωρήσουν στην κατεύθυνση της λογικής και της ανάκαμψης χωρίς να δεσμεύονται έναντι οιουδήποτε από τους χρυσοδάκτυλους της πτώχευσης. Γένοιτο…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου