Η μικρή Α. είχε πάει στο Λονδίνο να βρει τη μητέρα της που έκανε μετεκπαίδευση εκεί σε ένα Νοσοκομείο. Στο ταξίδι πέταξε με τον παππού της. Στο αεροδρόμιο την περίμενε η μαμά της με αγωνία. Η Α. ήταν ένα παιδάκι ήσυχο και σχετικά σιωπηλό. Ποτέ δεν είπε στη μαμά της πόσο της είχε λείψει, πόσο το σπίτι ήταν άδειο χωρίς αυτήν, πόσο είχε αλλάξει η ζωή της. Ήθελε να της τα πει για να μην νομίζει πως δεν της έλειπε, αλλά φοβόταν πως αν το έκανε θα την στεναχωρούσε. Κρατούσε τη μικρή καρδούλα της σφιχτή για να την αφήσει να κάνει αυτό που εκείνη ήθελε και έπρεπε να κάνει. Από ποιό είδος αγάπης αντλούσε την ωριμότητα αυτή κανείς δεν ξέρει...Από εκείνο το ταξίδι στο Λονδίνο δεν είχε πολλά να θυμηθεί γιατί ήταν πολύ μικρούλα έξη μόλις χρονών. Στα χρόνια όμως που πέρασαν θυμόταν και ήθελε να της θυμίζουν την ιστορία με το μπαλόνι. Της το αγόρασε ένας συνάδελφος της μητέρας της όταν πήγε να την επισκεφτεί στο Νοσοκομείο. Ο κύριος εκείνος της έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο άλλης εθνικότητας και άλλου χρώματος. Είχε αστραφτερά μάτια και κάτασπρα δόντια που πρόβαλλαν από ένα τεράστιο χαμόγελο. Το μπαλόνι ήταν το πιο όμορφο πράγμα που της είχαν χαρίσει μέχρι τότε. Είχε όμορφα σχέδια με ζωηρά πορτοκαλί και κόκκινα χρώματα. Εξ άλλου ήταν ξένο μπαλόνι, Αγγλικό και το γεγονός ότι ήταν τόσο όμορφο της άφησε ωραία εντύπωση για την πόλη που επισκεπτόταν. Το πέταξε ψηλά στον ουρανό και έτρεχε μαζί του γελώντας. Ήταν μια μέρα με καταγάλανο ουρανό και ψυχρό λαμπερό ήλιο. Το μπαλόνι πετούσε. Το μπαλόνι δυνάμωνε. Το μπαλόνι της βάραινε σιγά σιγά το χέρι. Το σκοινί τιναζόταν και δυσκολευόταν να το κρατήσει. Στο τέλος τινάχτηκε και πέταξε ψηλά στον πεντακάθαρο ουρανό, μεγαλώνοντας απομακρινόμενο. Η μικρή Α. έβαλε τα κλάματα. Η μητέρα της την πήρε στην αγκαλιά της. "Μη στεναχωριέσαι καρδούλα μου" της είπε. "Δεν θα πάθει τίποτα το μπαλόνι Υπάρχει ένα μέρος στον ουρανό που πηγαίνουν τα χαμένα μπαλόνια. Στροβιλίζονται εκεί ελεύθερα και κοιτούν από ψηλά τη γή. Κάποια στιγμή βλέπουν ένα φτωχό παιδάκι που κλαίει και κατεβαίνουν από τον ουρανό στην αγκαλιά του. Έτσι, ούτε τα μπαλόνια ούτε τα παιδάκια μένουν μόνα τους..." Από τότε στη μικρή Α. άρεσε να σκέφτεται ότι υπάρχει ένα μέρος στο διάστημα όπου πηγαίνουν όλα τα χαμένα πράγαματα. Μεγαλώνοντας πρόσθεσε σε αυτά τις κάλτσες και τους αναπτήρες και ο κατάλογος δεν τελείωνε. Κάποια στιγμή άρχισε να σκέφτεται το ίδιο και για τους χαμένους ανθρώπους της ζωής μας. Ήθελε να πιστεύει πως κάπου στροβιλίζονταν και όταν το αποφάσιζαν επέστρεφαν με κάποια μορφή στη ζωή μοναξιασμένων ανθρώπων. Ήθελε να το πιστεύει. Και να παρηγορεί έτσι τον εαυτό της από την απώλεια, όπως την παρηγόρησε η μητέρα της μια κρύα μέρα του Χειμώνα στο Λονδίνο, όταν έχασε το πανέμορφο μπαλόνι της...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου