Το κρίσιμο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην σημερινή φάση βαθειάς κρίσης που περνά –η οποία δεν έχει μόνον οικονομικά αίτια– είναι η αταβιστική συνήθεια που έχει να προσπαθεί να βρει λύσεις με θεσμικά και άλλα εργαλεία της δεκαετίας του 1950. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα έγκειται στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν θέλει να αντιμετωπίσει το μέλλον της με κριτήρια του 21ου αιώνα, επιμένοντας στο παρελθόν –που είναι πιο βολικό, από πολιτικής πλευράς. Ωστόσο, το καίριο ερώτημα είναι: μπορεί αυτή η τακτική να συνεχιστεί, από την στιγμή που είναι ολοφάνερη η αποτυχία της;
Σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία από τις πιο σοβαρές κρίσεις της μεταπολεμικής της ιστορίας, φέροντας μεγάλες ευθύνες γι αυτό που τής συμβαίνει.
Το πρώτο σημαντικό λάθος ήταν η μεσογειακή διεύρυνση της Ευρώπης (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), η οποία έγινε με πολιτικά κριτήρια, χωρίς όμως η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να έχει στοιχειώδη πολιτική διάσταση. Η Συνθήκη της Ρώμης προέβλεπε την δημιουργία μιας κοινής αγοράς, στόχος της οποίας ήταν να τεθούν υπό έλεγχο στην τότε Ευρώπη των Έξι οι παραγωγές άνθρακος, χάλυβος και ατομικής ενέργειας, με παράλληλη γενναιόδωρη ενίσχυση της γεωργίας των χωρών μελών, ώστε η νέα οντότητα να μην αντιμετωπίσει στο μέλλον κρίσεις ελλείψεως αγροτικών προϊόντων και συναφών ειδών διατροφής, ενισχύοντας έτσι και τα αγροτικά εισοδήματα. Η πολιτική αυτή, που χρηματοδοτήθηκε γενναιόδωρα από την βιομηχανική Δυτική Γερμανία προς όφελος της Γαλλίας και της Ιταλίας, είχε τα όριά της –όχι χωρίς ισχυρές τριβές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, η αρχική Οικονομική Κοινότητα των Έξι διευρύνθηκε προς τον βορρά, και κυρίως προς την μείζονα νησιωτική Ευρώπη, ήτοι την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Από δε τον ευρωπαϊκό βορρά, τελικά μόνον η Δανία έγινε μέλος της τότε ΕΟΚ, με την Νορβηγία να αποφασίζει να μείνει εκτός.
Η διεύρυνση αυτή έφερε στο εσωτερικό της τότε ΕΟΚ το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο αποφάσισε να γίνει μέλος της για λόγους οικονομικού και πολιτικού καιροσκοπισμού, παρά για να συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας «άλλης» Ευρώπης. Δηλαδή της Ευρώπης που είχαν οραματιστεί οι πατέρες της, όπως ο Ζαν Μονέ και ο Ρομπέρ Σουμάν. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα οι Βρεταννοί αποφεύγουν να αναφέρονται στα δύο αυτά πρόσωπα, πρώτον γιατί είναι Γάλλοι και, δεύτερον, γιατί διαφωνούν με τις ιδέες τους. Παρόλα αυτά, στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοπορεί στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και του κεκτημένου που απορρέει από αυτό.
Από την άλλη πλευρά, το Λονδίνο ήθελε να είναι παρόν στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, πρώτον, για να εμποδίζει μία πιθανή πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και, δεύτερον, για να παρακολουθεί από πιο κοντά την πορεία της ευρωπαϊκής βιομηχανικής υπερδυνάμεως που είναι η Γερμανία. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο έρπων αντιγερμανισμός στην Ευρώπη έχει αγγλοσαξωνικές καταβολές, που τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση του «Τείχους του αίσχους» και την συμφωνία Κολ-Μιττεράν για την επανένωση της Γερμανίας –με σοβαρό αντάλλαγμα την είσοδο της τελευταίας στην ευρωζώνη, παρά την αντίθετη άποψη της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας.
Όμως, πριν την επανένωση των Γερμανών, η ΕΟΚ είχε διαπράξει το λάθος να διευρυνθεί προς την Μεσόγειο εντάσσοντας στους κόλπους της την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, με αμιγώς, όπως προαναφέραμε, πολιτικά κριτήρια. Οι πρωτεργάτες αυτής της σημαντικής τότε διευρύνσεως, οι κ.κ. Χέλμουτ Σμιτ και Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, πίστεψαν ότι με τις απαραίτητες μεταφορές πόρων στις μεσογειακές χώρες αυτές θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να καλύψουν εν μέρει το χάσμα που τις χώριζε από τον κοινοτικό μέσον όρο. Αυτό σίγουρα θα μπορούσε να συμβεί, αν υπήρχε ο απαραίτητος έλεγχος από τα κοινοτικά όργανα και αν οι χώρες που εδέχοντο την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια ήθελαν όντως να καλύψουν το χάσμα που τις χώριζε από τους κοινοτικούς μέσους όρους.
Ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η χώρα μας κυριολεκτικά κατασπατάλησε περί τα 300 δισεκατ. ευρώ καθαρές κοινοτικές εισροές για να δημιουργήσει μία κομμουνιστικού τύπου οικονομία-εξάμβλωμα, η οποία σήμερα καταρρέει –χωρίς, όμως, να διαθέτει και τις απαραίτητες δομές ώστε μετά την κατάρρευσή της να μπορέσει να αναγεννηθεί. Μπορεί, χάρη στα πολύ αυστηρά μέτρα λιτότητας, η χώρα να παρουσιάζει θετικά αποτελέσματα σε μακροοικονομικό επίπεδο, πλην όμως τα επιτεύγματα από διαρθρωτικής πλευράς είναι πενιχρά. Χρειάζονται λοιπόν επείγουσες και ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές για να φανεί φως στο βάθος του τούνελ…
Ένα άλλο σοβαρό λάθος της Ευρώπης ήταν η διεύρυνσή της προς την ανατολική και κεντρική πλευρά της, μαζί με την Κύπρο και την Μάλτα. Η διεύρυνση αυτή έγινε εκ νέου με πολιτικά κριτήρια και ερήμην κάποιων πολιτικών και άλλων πραγματικοτήτων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν μελέτησαν σχεδόν καθόλου τα πολιτικά ήθη και έθιμα που είχαν δημιουργηθεί στις πρώην κομμουνιστικές χώρες στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και θεώρησαν ότι αυτά μπορούσαν μέσα σε χρόνο ρεκόρ να προσαρμοστούν στα αντίστοιχα δυτικοευρωπαϊκά. Επίσης, ελάχιστη γνώση έδειξαν να έχουν και για την κυπριακή πολιτιστική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για τις νοοτροπίες που κυριαρχούν στο νησί της Αφροδίτης.
Ακόμα χειρότερα, πίστεψαν ότι οι προαναφερόμενες διαφορές θα διορθώνονταν από την στιγμή που οι δέκα νέες χώρες θα ήσαν μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας ή πολιτικο-οικονομικής λέσχης κατά τους αγγλοσάξωνες. Δυστυχώς, η πραγματικότητα εξελίσσεται διαφορετικά από τις προβλέψεις των «αρχιτεκτόνων της Ευρώπης». Οι νέες χώρες μέλη απέχουν αρκετά από τον ευρωπαϊκό κορμό, όχι τόσο οικονομικά όσο πνευματικά και πολιτιστικά. Ακόμα χειρότερα, στις χώρες αυτές είναι παντελώς άγνωστη και η μακραίωνη ευρωπαϊκή ιστορία. Στην Κύπρο δε ειδικά, υπάρχει και ένα ισχυρό αντιευρωπαϊκό κέντρο, που είναι η Εκκλησία της Κύπρου.
Σήμερα λοιπόν όλα τα παραπάνω συσσωρευμένα ελλείμματα –με σπουδαιότερο το έλλειμμα της εντατικής επικοινωνίας με τις κατά χώρα κοινωνίες των πολιτών– συνιστούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο κοκτέϊλ για την ευρωπαϊκή συνοχή, η οποία, όπως αναγνωρίζει και η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρία Βιβιάν Ρέντινγκ, είναι ίσως το σοβαρότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Αυτός είναι και ο λόγος που, έστω και την τελευταία στιγμή, ενόψει των Ευρωεκλογών του 2014, η Επιτροπή επιχειρεί να έλθει σε διάλογο με τις κοινωνίες των πολιτών –οι οποίες, παραζαλισμένες όπως είναι, αποτελούν εύκολη βορά για τις δυνάμεις του αντιδημοκρατικού λαϊκισμού, αυτές που σε τελευταία ανάλυση απεργάζονται και το τέλος της Ευρώπης.
Πηγή: http://www.europeanbusiness.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου