Μόνο το 2012, το πλεόνασμα της Γερμανίας έφτασε τα 188 δις € – ενώ από την αρχή της παρούσης χιλιετίας έχει ανέλθει στα συνολικά 2 τρις €. Ουσιαστικά βέβαια, τα πλεονάσματα είναι αποταμιεύσεις – αφού πουλάει κανείς προϊόντα στο εξωτερικό, λαμβάνοντας έναντι αυτών χρήματα, τα οποία όμως δεν ξοδεύει.
Περαιτέρω, όταν τα πλεονάσματα αυξάνουν τις αποταμιεύσεις στη Γερμανία, στις ελλειμματικές χώρες συμβαίνει το αντίθετο: επειδή εισάγουν περισσότερα προϊόντα από αυτά που εξάγουν, αναγκάζονται να δανεισθούν από το εξωτερικό για να τα πληρώσουν.
Στην προκειμένη περίπτωση, ένας από τους μεγάλους πιστωτές ήταν η Γερμανία – η οποία υποχρεωνόταν κατά κάποιον τρόπο να δανείζει τα χρήματα που της περίσσευαν, από τα πλεονάσματα που συσσώρευε κάθε χρόνο, για να έχουν τη δυνατότητα οι ελλειμματικές χώρες να συνεχίζουν να αγοράζουν τα προϊόντα της.
Κάποια στιγμή όμως, τόσο τα κράτη στο εξωτερικό, όσο και οι επιχειρήσεις τους υπερχρεὠθηκαν – με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους απέναντι στη Γερμανία. Στα πλαίσια αυτά, οι Γερμανοί ιδιώτες έχουν χάσει το ποσόν των 600 δις € μεταξύ των ετών 2006 και 2012 – δηλαδή, το ένα τρίτο σχεδόν των συνολικών πλεονασμάτων της χώρας τους, από το έτος 2000.
Το ποσόν αυτό θα αυξηθεί ενδοχομενως ακόμη περισσότερο, εάν κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ. αθετήσουν τις πληρωμές των ομολόγων δανεισμού τους - αδυνατώντας με τη σειρά τους να ανταπεξέλθουν, όταν ο ιδιωτικός τους τομέας καταρρέει.
Συνεχίζοντας οι Γερμανοί ιδιώτες, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο να χάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα, έχουν πάψει πλέον να δανείζουν το εξωτερικό. Επομένως, περιορίζονται οι εξαγωγές τους, οπότε το ΑΕΠ της χώρας τους, τα έσοδα της κοκ.
Από την άλλη πλευρά όμως, τα χρήματα που παραμένουν στο εσωτερικό της Γερμανίας πρέπει είτε να επενδυθούν, είτε να δανεισθούν σε άλλες επιχειρήσεις ή νοικοκυριά – κάτι που φυσικά είναι δύσκολο, αφού
(α) κανένας δεν επενδύει όταν μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης, λόγω περιορισμού των εξαγωγών - η γερμανική οικονομία αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,5%,
(β) τα επιτόκια δανεισμού στο εσωτερικό είναι υπερβολικά χαμηλά (άρα μη κερδοφόρα), λόγω της μεγάλης προσφοράς, ενώ
(γ) οι Γερμανοί πολίτες είναι σχεδόν φανατικοί αποταμιευτές, προτιμώντας τις τραπεζικές καταθέσεις σε μετρητά, από οτιδήποτε άλλο.
Σας αποτέλεσμα των παραπάνω, οι γερμανικές τράπεζες υποχρεώνονται να αναλαμβάνουν υψηλά ρίσκα, έχοντας στη διάθεση τους πολλά χρήματα.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, τα χρήματα καταλήγουν είτε στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκα (κατά την κεντρική τράπεζα της χώρας, η φούσκα υπολογίζεται στο 20% της αξίας των ακινήτων), είτε στα χρηματιστήρια.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο βασικός δείκτης μετοχών (DAX) έχει φτάσει στα επίπεδα ρεκόρ των 9.000 μονάδων – χωρίς όμως να οφείλεται στα πακέτα ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Η.Π.Α. κοκ.), αφού ο δανεισμός είναι σχεδόν μηδενικός.
Κάποια στιγμή λοιπόν θα εκραγούν και οι δύο φούσκες (όσο πιο πολύ αργήσουν, τόσο πιο μεγάλες θα γίνουν), με αποτέλεσμα να χαθούν πάρα πολλά χρήματα – κυρίως βέβαια αυτά των πλουσίων, αφού και στη Γερμανία οι εισοδηματικές ανισότητες είναι τεράστιες, με το ποσοστό των φτωχών να αυξάνεται συνεχώς.
Εάν λοιπόν η Γερμανία αύξανε την εσωτερική της κατανάλωση, με τη βοήθεια των «στοχευόμενων» φόρων (μερική αναδιανομή εισοδημάτων), καθώς επίσης με τις αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων της, θα έχανε πολύ λιγότερα χρήματα – αφού δεν θα είχε ανάγκη τα εξαγωγικά πλεονάσματα, ούτε να επενδυθούν οι εξ αυτών προερχόμενες αποταμιεύσεις, σε εσωτερικές φούσκες.
Παράλληλα, θα αυξανόταν οι εξαγωγές των άλλων χωρών της Ευρωζώνης προς τη γερμανική αγορά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ξανά οι προϋποθέσεις εξόφλησης των χρεών τους προς τη Γερμανία και τις επιχειρήσεις της.
Τα γεγονότα αυτά συνηγορούν στη θέση του Keynes, σύμφωνα με την οποία η καλύτερη επένδυση των πλουσίων μίας χώρας, εφόσον φυσικά δεν σχεδιάζουν να την εγκαταλείψουν, είναι η πληρωμή υψηλότερων φόρων και μισθών.
Παρά το ότι όμως το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας δεν λειτουργεί σωστά, ενώ η Ευρωζώνη κινδυνεύει, η κυβέρνηση της επιμένει στην πολιτική λιτότητας που ακολουθεί πιστά από το 2000 (Agenda 2010) – ενώ οι εισοδηματικά ισχυρότεροι Γερμανοί συνεχίζουν να αρνούνται την υψηλότερη φορολόγηση των κερδών τους ή τις αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων, αν και χάνουν συνεχώς χρήματα.
Αδυνατούν δε να κατανοήσουν πως, εκτός του ότι θα χάσουν και άλλα χρήματα από το εξωτερικό, κάποια στιγμή η φούσκα στην οικονομία τους (χρηματιστήρια, ακίνητα), η οποία ανατροφοδοτείται από τα συνεχώς αυξανόμενα κέρδη τους, θα εκραγεί – μη «συμμεριζόμενοι» τον Keynes ούτε σαν οικονομολόγο, ούτε σαν επενδυτή. Η αλαζονεία τους αυτή όμως θα πληρωθεί πάρα πολύ ακριβά – αν και δυστυχώς θα πληρώσουν και εκείνοι, οι οποίοι δεν ευθύνονται καθόλου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου