ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ



Από το βιβλίο του James Rachels ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΗΘΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, και άλλες πηγές 

     O Ιμμάνουελ Καντ γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1724 στο Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας. Ήταν Γερμανός φιλόσοφος και επιστήμονας και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές και φιλοσόφους όλων των εποχών.
           Αναφορικώς με την Ηθική, ο Καντ υποστήριξε ότι η πηγή της θεωρίας της αρετής και της ηθικής δεν βρίσκεται σε εξωγενείς της ανθρώπινης φύσης παράγοντες, δεν αποδίδεται στη φύση, ούτε στο Θεό, παρά μόνο στην καλή θέληση. Καλή θέληση είναι αυτή που συμβαδίζει με οικουμενικούς νόμους ηθικής, που η αυτόνομη ανθρώπινη ύπαρξη ελεύθερα και αβίαστα αποφασίζει να ενστερνιστεί.
             Ο Καντ πίστευε πως τα ανθρώπινα όντα είναι αναντικατάστατα, διότι διαθέτουν δύο εγγενή χαρακτηριστικά που δεν έχουν τα ζώα και τα πράγματα.
Επιθυμίες και αξιοπρέπεια. Αν και σήμερα εκτιμάμε περισσότερο από τον Καντ τη νοημοσύνη των ζώων, καθώς πιστεύουμε ότι τα ζώα διαθέτουν επιθυμίες και στόχους, ο Καντ θεωρούσε πως τα πράγματα δεν έχουν αξία αυτά καθ’ αυτά, αλλά αποκτούν μία σχετική αξία για τους ανθρώπους μόνο στο βαθμό που αυτά ικανοποιούν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.
Έτσι, το κατσαβίδι μπορεί να είναι χρήσιμο σε κάποιον που θέλει να βιδώσει μία βίδα ενώ είναι παντελώς άχρηστο σε κάποιον που δεν έχει σκοπό να βιδώσει τίποτε. Το κατσαβίδι αυτό καθαυτό δεν έχει καμία εγγενή αξία.
Αν και όσον αφορά τα ζώα, γίνεται αντιληπτό πως, δεδομένου των νέων παρατηρήσεων υπάρχουν επαρκείς καντιανοί λόγοι για να υποστηρίξουμε, πως, τα ζώα δεν είναι απλώς πράγματα όπως πίστευαν οι άνθρωποι το 1750, ωστόσο το δεύτερο επιχείρημα του Καντ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των ζώων. Ο Κάντ, υποστήριζε, πως οι άνθρωποι διαθέτουν εγγενή αξία, δηλαδή αξιοπρέπεια, καθώς εννοούνται ως ελεύθεροι δρώντες ικανοί να λαμβάνουν αποφάσεις, να θέτουν στόχους και να καθοδηγούν τη διαγωγή τους διά του λόγου. Ο μόνος τρόπος πίστευε, για να υπάρχει ηθική αγαθότητα, είναι τα έλλογα όντα να δρουν με βάση την αγαθή βούληση, δηλαδή να αντιλαμβάνονται τι πρέπει να πράξουν και να το φέρουν εις πέρας κινούμενοι από ένα αίσθημα καθήκοντος. Τα ζώα εκτός του ανθρώπου δεν διαθέτουν ελεύθερη βούληση και δεν καθοδηγούν τη διαγωγή τους διά του λόγου αλλά οι ενέργειές τους είναι προϊόντα των φυσικών τους ενστίκτων. Εάν οι άνθρωποι εξαφανίζονταν, θα εξέλιπε η ηθική διάσταση στον κόσμο. Συνεπώς, οι άνθρωποι είναι αυτοί που αξιολογούν και οι πράξεις που υπαγορεύει η ηθική συνείδησή τους είναι αυτές που διαθέτουν ηθική αξία.
             Ο Καντ πίστευε πως, επειδή οι άνθρωποι έχουν τόση μεγάλη αξία, η ηθική απαιτεί να τους αντιμετωπίζουμε «πάντα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο». Η βαθύτερη συνέπεια που εξάγεται από αυτή τη θεμελιώδη θέση της καντιανής φιλοσοφίας, είναι πως, οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με σεβασμό, επομένως δε δικαιούμαστε να τους εκμεταλλευόμαστε ή να τους χρησιμοποιούμε για να επιτύχουμε τους δικούς μας σκοπούς.
           Ο Τζέρεμι Μπένθαμ , ωφελιμιστής φιλόσοφος που πέθανε το 1832, πίστευε πως η ποινή είναι καθαυτή κακή, στο μέτρο που αυξάνει το μέγεθος της δυστυχίας στον κόσμο. Ωστόσο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, μόνο στο μέτρο που η ποινή υπόσχεται την αποτροπή μεγαλύτερου κακού. Η τιμωρία ενός εγκληματία κατά την ωφελιμιστική θεώρηση της ποινής, θα μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία με τέσσερις βασικούς τρόπους :
1) Η ποινή προσφέρει παρηγοριά και ικανοποίηση στα θύματα και τις οικογένειές τους.
2) Φυλακίζοντας εγκληματίες ή εκτελώντας τους δεν επιτρέπουμε να κυκλοφορούν τέτοιοι ελεύθερα.
3) Η ποινή μειώνει την εγκληματικότητα αποτρέποντας επίδοξους εγκληματίες.
4) Ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα ποινών θα βοηθούσε την αναμόρφωση των παραβατών.
Όσον αφορά το τέταρτο, ο Μπένθαν θεωρούσε πως, αν καταφέρναμε ως κοινωνία να σωφρονίσουμε έναν εγκληματία και αυτός μπορούσε να επιστρέψει στην κοινωνία μια μέρα ως χρήσιμος πολίτης, και αυτός και η κοινωνία θα έβγαιναν ωφελημένοι.
              Στην Αμερική, η ωφελιμιστική άποψη για την ποινή ήταν κάποτε κυρίαρχη. Το 1954, η Αμερικανική Ένωση Φυλακών άλλαξε το όνομά της σε Αμερικανική Ένωση Σωφρονιστικών Καταστημάτων και ενθάρρυνε τη μετατροπή των φυλακών σε «σωφρονιστικά ιδρύματα». Έτσι από τότε, οι φυλακές καλούνται να σωφρονίζουν τους εγκληματίες και όχι να τους τιμωρούν, ελπίζοντας να τους μετατρέψουν σε χρήσιμους πολίτες. Στη λογική αυτή, πολλές φυλακές προσφέρουν προγράμματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, προγράμματα επιμόρφωσης, επαγγελματικής κατάρτισης κ.α.
Ωστόσο, τη δεκαετία του ’70, ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» και η αυστηροποίηση των νόμων που ακολούθησε, οδήγησε σε τεράστια αύξηση του αριθμού των εγκλείστων, με αποτέλεσμα οι αμερικανικές φυλακές να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα. Τα προγράμματα αποκατάστασης περιορίστηκαν δραστικά και η λογική του σωφρονισμού που κυριαρχούσε τη δεκαετία του ’60, παραχώρησε τη θέση της σε μια λογική αποθήκευσης των φυλακισμένων, σηματοδοτώντας την αποτυχία της εφαρμογής της ωφελιμιστικής θεώρησης των ποινών.
             Ο Καντ, θεωρούσε πως η θεωρία του ωφελιμιστικού σωφρονισμού δεν ήταν συμβατή με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δικαιολογούσε τη θέση του αυτή ως εξής :
1) Ο ωφελιμισμός απαιτούσε να προβαίνουμε σε υπολογισμούς σχετικά με την χρησιμοποίηση των ανθρώπων ως μέσων για την επίτευξη των δικών μας σκοπών.
Εάν φυλακίσουμε έναν εγκληματία προκειμένου να διασφαλίσουμε την ευημερία της κοινωνίας, απλώς χρησιμοποιούμε τον εγκληματία προς όφελος των άλλων και αυτό είναι ανεπίτρεπτο, διότι έτσι τον χρησιμοποιούμε ως μέσο για την επίτευξη του σκοπού ενός άλλου.
2) Ο σωφρονισμός δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η προσπάθειά μας να διαμορφώσουμε κάποιους ανθρώπους σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες. Από αυτή την άποψη, ο σωφρονισμός παραβιάζει το δικαίωμά τους να αποφασίζουν οι ίδιοι τι είδους άνθρωποι θα ήθελαν να είναι.

          Ο Καντ πίστευε πως έχουμε το δικαίωμα να αντιδρούμε στην αχρειότητα που επιδεικνύουν οι εγκληματίες, πληρώνοντάς τους με το ίδιο νόμισμα, δεν δικαιούμαστε όμως να προσβάλλουμε την ακεραιότητά τους προσπαθώντας να χειραγωγήσουμε την προσωπικότητά τους.

Η τιμωρία υποστήριζε, θα έπρεπε να διέπεται από δύο βασικές αρχές.
1) Οι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται απλώς και μόνο επειδή έχουν διαπράξει εγκλήματα και για κανέναν άλλο λόγο.
Όπως χαρακτηριστικά έλεγε : Η δικαστική ποινή δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως μέσο βελτίωσης ενός άλλου αγαθού, είτε για τον ίδιο τον εγκληματία είτε για την αστική κοινωνία, αλλά πρέπει πάντα να επιβάλλεται στον εγκληματία διότι εγκλιμάτισε και μόνο.
2) Πρέπει να τιμωρούμε τον εγκληματία ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος που αυτός διέπραξε.
Όπως χαρακτηριστικά έλεγε : Ποιο είναι όμως το είδος και ο βαθμός της τιμωρίας που ανάγει η δημόσια δικαιοσύνη σε αξίωμα και μέτρο; Εάν βρίζεις (ένα μέλος του λαού), βρίζεις τον εαυτό σου, εάν τον κλέβεις, κλέβεις τον εαυτό σου, εάν τον χτυπάς, χτυπάς τον εαυτό σου, εάν τον σκοτώσεις, σκοτώνεις τον εαυτό σου. Κανένα άλλο από το αξίωμα της ισότητας παρά μόνο το δίκαιο της ανταπόδοσης μπορεί να καθορίσει την ποιότητα και την ποσότητα της ποινής.

             Η δεύτερη αρχή του Καντ τον οδηγεί στην υιοθέτηση της θανατικής ποινής. Στο φόνο, η μόνη ανταπόδοση που αρμόζει είναι ο θάνατος.
Μολονότι ένας υποστηρικτής του Καντ οφείλει να εγκρίνει τη θανατική ποινή στη θεωρία, μπορεί να αντιτίθεται στην πρακτική της εφαρμογή, δεδομένου ότι λόγω ενδεχόμενης δικαστικής πλάνης θα μπορούσαν να εκτελεστούν κάποιοι που ήσαν αθώοι. Επομένως, σύμφωνα με την καντιανή θεώρηση της δίκαιης ποινής, στην απόφασή μας για το αν θα υποστηρίξουμε ή όχι τη θανατική ποινή, οφείλουμε να σταθμίσουμε την αδικία που ενέχουν κάποιες περιστασιακές δικαστικές πλάνες με την αδικία που προκαλείται από ένα σύστημα που επιτρέπει καταδικασμένους δολοφόνους να συνεχίσουν να ζουν και να κυκλοφορούν αργότερα ελεύθεροι.

                Οι δύο προηγούμενες αρχές του Καντ, συνοψίζονται σε μια γενική θεώρηση, ότι οι παραβάτες πρέπει να τιμωρούνται και η τιμωρία τους θα πρέπει να είναι ανάλογη με το έγκλημα που διέπραξαν. Η θεωρία αυτή έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη χριστιανική ιδέα του «να στρέφουμε και το άλλο μάγουλο». Ο Ιησούς στην επί του όρους ομιλία του διακήρυξε : «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν, μη αντιστήναι τω πονηρώ, αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Για τον Καντ, μια τέτοια αντίδραση στο κακό δεν είναι απλώς παράλογη αλλά είναι και άδικη. Ο Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900), πίστευε πως οι χριστιανοί είχαν διαμορφώσει μία υποκριτική πίστη αποκηρύσσοντας ό, τι επιθυμούσαν αλλά ήταν πολύ αδύναμοι να αγωνιστούν γι’ αυτό, ενώ ταυτόχρονα επαινούσαν εκείνο που δεν ήθελαν αλλά τύχαινε να έχουν. Για τον Νίτσε, οι χριστιανοί, είχαν εξ ανάγκης μετατρέψει την αδυναμία σε «καλοσύνη», τη φοβητσιάρικη χαμέρπεια σε «ταπεινότητα», την υποταγή σε μισητά άτομα σε «υπακοή» και την «αδυναμία εκδίκησης» σε «συγχώρεση».

                Ο Καντ πίστευε πως εάν ο ένοχος δεν τιμωρηθεί, δεν αποδίδεται δικαιοσύνη. Ωστόσο η συμβολή του Καντ στην ανταποδοτική θεωρία της ποινής βασίστηκε κυρίως στην αντίληψη του να μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους ως «σκοπούς καθαυτούς» και ποτέ ως μέσο.
                Πώς γίνεται όμως ο εγκλεισμός στη φυλακή να αποτελεί εκδήλωση σεβασμού στο πρόσωπο κάποιου, ή πώς είναι δυνατόν να σεβόμαστε την αξιοπρέπεια κάποιου στέλνοντάς τον στο εκτελεστικό απόσπασμα; Για τον Καντ, το να αντιμετωπίζουμε κάποιον «ως σκοπό» σημαίνει να τον αντιμετωπίζουμε ως έλλογο ον υπεύθυνο για τη συμπεριφορά του. Τα έλλογα όντα είναι υπεύθυνα για τη συμπεριφορά τους και επομένως αυτά και μόνο αυτά είναι υπόλογα για τις πράξεις τους. Επομένως τιμωρώντας τους ανθρώπους τούς καθιστούμε υπεύθυνους για τις πράξεις τους με τρόπο που δεν μπορούμε να το κάνουμε για τα ζώα εκτός του ανθρώπου. Στο μέτρο που τα ζώα δεν έχουν λογικό δεν είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους, όπως υπεύθυνοι δεν είναι και οι ψυχικά άρρωστοι. Απέναντί τους δεν αρμόζει να νιώθουμε ούτε ευγνωμοσύνη ούτε δυσαρέσκεια, διότι δεν φέρουν συνειδητή ευθύνη ούτε για το καλό ούτε για το κακό που προκαλούν. Επομένως, οφείλουμε να αντιδρούμε απέναντι στους ενσυνείδητους εγκληματίες όχι σα να είναι ψυχικά άρρωστοι ή ζώα, αλλά σα να έχουν οι ίδιοι επιλέξει ελεύθερα να πράττουν το κακό.  
               Ο Καντ αντιλαμβάνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο το τελευταίο σημείο. Κατά την άποψή του, υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος για να αντιδρούμε απέναντι στους άλλους πληρώνοντάς τους με το ίδιο νόμισμα. Όταν επιλέγουμε να κάνουμε κάτι, αφού έχουμε λάβει υπ’ όψη μας τις αξίες μας, λέμε επί της ουσίας, ότι «αυτό που κάνουμε είναι αυτό που πρέπει να γίνεται». Επομένως, όταν ένα έλλογο ον αποφασίσει να αντιμετωπίσει τους άλλους με έναν ορισμένο τρόπο, αποφαίνεται ότι, κατά την κρίση του, έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους καθολικά, αποδεχόμενος ως όφειλε και το ενδεχόμενο, οι άλλοι άνθρωποι να τον αντιμετωπίσουν με τον ίδιο τρόπο που αυτός τους αντιμετώπισε. Επομένως, εάν μεταχειριστούμε ως ανταπόδοση, τον εγκληματία όπως ο εγκληματίας μεταχειρίστηκε εμάς, με καντιανούς όρους, δεν κάνουμε άλλο από το να τον μεταχειριζόμαστε όπως ο ίδιος αποφάσισε ότι έπρεπε να μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους και συνεπώς και τον ίδιο. Στην ουσία δηλαδή, η εκτέλεση ενός δολοφόνου αποτελεί συμμόρφωση με τη δική του αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο.
Γιατί όμως θα πρέπει να υιοθετούμε την αρχή της δράσης ενός εγκληματία αντί να ακολουθήσουμε τις δικές μας αρχές; Δεν θα έπρεπε να είμαστε καλύτεροι από αυτόν;

               Τελικά, η άποψή μας για τη θεωρία του Καντ, θα πρέπει να εξαρτηθεί από έναν σημαντικό παράγοντα. Πώς αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνία μία παραβατική συμπεριφορά σχετικά με τα αίτια αυτής. Εάν θεωρούμε τους παραβάτες του νόμου θύματα των περιστάσεων τα οποία δεν ευθύνονται για τις πράξεις τους, ο ίδιος ο Καντ θα επέμενε ότι οι εγκληματίες αυτοί δεν είναι υπεύθυνοι δρώντες και δεν έχει νόημα να τους τιμωρήσουμε. Ωστόσο, στο μέτρο που αντιλαμβανόμαστε τους εγκληματίες ως έλλογους δρώντες που επιλέγουν ελεύθερα το κακό, θα είμαστε λογικά ανακόλουθοι και από ηθικής άποψης άδικοι, εάν δεν ενστερνιστούμε την ανταποδοτική θεωρία της ποινής ως ηθικά επιβεβλημένης και κοινωνικά δίκαιης.   


Σχόλια