Οι πλούσιοι και το δημόσιο χρέος


Σε αυτό το post αναλύονται τα αίτια της κρίσης όπως αυτά προκύπτουν από την μείωση της ζήτησης ως αποτέλεσμα της μείωσης της φορολογίας των πλουσίων κοινωνικών τάξεων. Γίνεται φανερό πως το εισόδημα των τάξεων αυτών που αποτελεί μεγάλο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος έχει επωφεληθεί από τις πολιτικές των τελευταίων χρόνων και πως αυτά τα χρήματα αντί να κατευθυνθούν στην αγορά και να τονώσουν τα κρατικά έσοδα, οδηγούνται σε επενδυτικές και μη τράπεζες. Οι τελευταίες δανείζουν στο κράτος χρησιμοποιώντας την σπέκουλα των Οίκων Αξιολόγησης ώστε να ανεβάσουν τα απαιτούμενα επιτόκια.

Τα χρήματα λοιπόν που η πλούσια τάξη εξοικονόμησε από την μείωση της φορολογίας της δανείζονται στο κράτος αυξάνοντας άμεσα το δημόσιο χρέος λόγω των επιτοκίων και έμμεσα λόγω της απόσυρσης κεφαλαίων από τους παραγωγικούς τομείς. Κάποιος ο οποίος κερδίζει 10 εκ. το χρόνο, το επιπλέον 1 εκ. που ενδεχομένως θα βγάλει δεν θα το καταναλώσει (αφού ήδη τα έχει όλα και δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω) αλλά θα το επενδύσει σε κρατικούς τίτλους (κατά προτίμηση μικρής διάρκειας) ώστε να το πολλαπλασιασθεί. Είναι σαφές ότι αν τα 10εκ. κατευθυνθούν σε 1εκ. πολίτες η κατανάλωση και επομένως και η αύξηση της ζήτησης θα είναι σαφώς μεγαλύτερη απο την περίπτωση που ένα άτομο από μόνο του κερδίσει 10εκ. Είναι επίσης σαφές ότι το 1εκ. πολίτες θα είναι λιγότερο επιρρεπές στην χρησιμοποίηση των κεφαλαίων αυτών για σπέκουλα στα χρηματιστήρια.

Η λύση στο σημερινό πρόβλημα μπορεί αν προέλθει μέσα από την αύξηση της φορολογίας των πλουσίων τάξεων και ευθυγράμμισης της συνολικής φορολογικής πολιτικής με αυτή των βορείων χωρών όπως της Σουηδίας.

Στο άρθρο του Vicenc Navarro που ακολουθεί γίνεται αναφορά στις ΗΠΑ και στην Ισπανία. Είναι σαφές όμως ότι αυτά που αναφέρει έχουν άμεση ισχύ και στην ελληνική πραγματικότητα.

Αυτό το άρθρο παρουσιάζει το πως η μείωση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων (αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων δημοσιονομικών πολιτικών) εξαθλίωσε τα κράτη οδηγώντας τα στο να επωμιστούν τεράστια χρέη ζητώντας δάνεια στις τράπεζες (όπου οι λήπτες των υψηλών εισοδημάτων τοποθετούν τα χρήματά τους) οι οποίες και ζητούν αυξημένα επιτόκια για να δανείσουν. Αυτή η κατάσταση επιφέρει μία συγκέντρωση εισοδήματος με ένα συνεπακόλουθο αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη και στην δημιουργία θέσεων εργασίας.
Οι πλούσιοι είναι σε όλες τις χώρες πολύ λίγοι, όμως κατέχουν τεράστια εξουσία. Ένας δείκτης αυτής της δύναμης είναι αυτό που συμβαίνει με το δημόσιο χρέος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ, όπως επίσης και στην Ισπανία. Η επιρροή τους στο κράτος σε αυτές τις χώρες οδήγησε σε μία σημαντική μείωση της φορολογίας τα τελευταία 30 χρόνια (στην Ισπανία τα τελευταία 15), πράγμα το οποίο τους επέτρεψε να καταστούν ακόμα πιο πλούσιοι.

Αυτή η σημαντική μείωση των εσόδων του κράτους οδήγησε στα δυσβάστακτα χρέη μέσω των δανείων που συνήφθησαν με τράπεζες στις οποίες οι ευημερούσες κοινωνικές ομάδες τοποθετούν και επενδύουν τα χρήματά τους. Με αυτό τον τρόπο αντί να πληρώνουν το κράτος (μέσω των φόρων), δανείζουν χρήματα που αποταμίευσαν μέσω της μη πληρωμής των φόρων στην χώρα και το κράτος πρέπει να πληρώσει τώρα σε αυτούς και τα επιτόκια. Για αυτούς το σύστημα είναι τέλειο (και για τις τράπεζες στις οποίες καταθέτουν τα λεφτά τους), μεταφέροντας έτσι μια μεγάλη ποσότητα πόρων από τον δημόσιο τομέα στους πλούσιους και στις τράπεζές τους.

Ας δούμε τα στοιχεία ξεκινώντας από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Robert Reich, Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της κυβέρνησης Clinton, η μέγιστη φορολόγηση των εύπορων ατόμων (του 1% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα) στις ΗΠΑ ήταν από το τέλος του Β ΠΠ μέχρι το 1980 περίπου 70%. Αξίζει να πούμε ότι για κάθε δολάριο που κέρδιζε η πιο πλούσια τάξη όφειλε να πληρώσει 70 λεπτά σε φορολογία στο κράτος. Σε εκείνα τα χρόνια ακόμη και πρόεδροι του ρεπουμπλικανικού κόμματος όπως ο Dwight Eisenhower πιστεύανε ότι δεν θα ήταν υγιές για την κοινωνία η συντήρηση ακραίων ανισοτήτων.

Αυτή η πεποίθηση οφείλονταν στην επιρροή της Αριστεράς που είχε διαμορφώσει την επικρατούσα πολιτική κουλτούρα μεταξύ του 1950 και του 1980. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι πλούσιοι προσπαθούσανε να φοροδιαφύγουν. Έτσι με μειώσεις και άλλα μέτρα, αυτό το 70% μειώθηκε στο 50%.
Από την άλλη, ο φόρος απόδοσης κεφαλαίων ήταν στο 35%.

Όλο αυτό άλλαξε υπό την προεδρεία Ρήγκαν ο οποίος πυροδότησε την νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Ο Ρήγκαν μείωσε σημαντικά την φορολογία των πλουσίων (αν και αύξησε αυτή όλων των υπολοίπων - στην πραγματικότητα ήταν ο πρόεδρος που αύξησε περισσότερο τους φόρους στις ΗΠΑ). Ξεκίνησε έτσι μια σειρά πολιτικών που οδήγησαν σε μία κατάσταση όπου οι πλούσιοι πληρώνουν στο κράτος μόνο το 36% των εσόδων τους. Πήγε από το 50% στο 36% στην περίοδο μεταξύ 1980 και 2011. Και ο φόρος απόδοσης κεφαλαίου μειώθηκε από το 35% στο 15%.
Αυτά τα φορολογικά πλεονεκτήματα έφθασαν σε τέτοιο σημείο που το 2010, 18,000 πλούσιες οικογένειες δεν πλήρωσαν κανέναν φόρο. Στην πραγματικότητα, οι 400 πιο πλούσιες οικογένειες των ΗΠΑ πλήρωσαν στο ομοσπονδιακό κράτος μοναχά το 18% των εσόδων τους. Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, το 1% των πιο ψηλών εισοδημάτων που στην δεκαετία του '70 κέρδιζε το 9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, το 2010 έφθασε να λαμβάνει το 20% αυτού.

Αυτή η συγκέντρωση εισοδήματος δημιούργησε ένα τεράστιο οικονομικό πρόβλημα: την έλλειψη ζήτησης που κινεί την οικονομία και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Οι πλούσιοι έχουν τόσα πολλά χρήματα ώστε όταν κερδίζουν περισσότερα αντί να να αυξήσουν την κατανάλωσή τους τα επενδύουν με στόχο να συσσωρεύσουν όλο και περισσότερα δημιουργώντας έτσι τεράστιο πρόβλημα. Σε περιόδους ύφεσης είναι απαραίτητο να καταναλώνει ο κόσμος ώστε να αυξάνεται η ζήτηση. Όταν όμως το 20% του εθνικού εισοδήματος  βρίσκεται στα χέρια του 1% του πληθυσμού το οποίο (αναλογικά) καταναλώνει λιγότερο, τότε δημιουργείται ένα τεράστιο κενό στην ζήτηση. Και αυτό είναι που συμβαίνει στις ΗΠΑ, στην ΕΕ όπως επίσης και στην Ισπανία. Επιπλέον, καθώς δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για την αποκαλούμενη παραγωγική οικονομία όπου παράγονται αγαθά και υπηρεσίες (ως αποτέλεσμα της μείωσης των μισθολογικών εισοδημάτων ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος), οι πλούσιοι δεν θεωρούν δόκιμο να επενδύσουν στους παραγωγικούς τομείς αλλά στους χρηματοπιστωτικούς, δηλ. στους κερδοσκοπικούς, δημιουργώντας έτσι τις φούσκες που μας οδηγούν στις καταστροφές που βιώνουμε.

Η φούσκα των ακινήτων αποτελεί ένα παράδειγμα. Όμως τώρα που η φούσκα έσπασε, οι πλούσιοι μέσω των τραπεζών αγοράζουν δημόσιο χρέος, δηλ. κρατικούς τίτλους. Και μέσω των Οίκων Αξιολόγησης όπως η Moody's, η Standard & Poors και άλλοι (που συνιστούν όργανα των τραπεζών), δημιουργούν την εντύπωση ότι η οικονομία κινδυνεύει οδηγώντας τις ΗΠΑ να πληρώνουν αυξημένα επιτόκια. Οι ισπανικές τράπεζες κατέχουν το 52% του ισπανικού χρέους. Λαμβάνουν δάνεια από την ΕΚΤ σε πολύ χαμηλά επιτόκια (1%) και με αυτά τα λεφτά αγοράζουν ισπανικούς κρατικούς τίτλους που προσφέρουν μία απόδοση της τάξης του 6%.
Είναι δύσκολο να εξορθολογιστεί ένα σύστημα που ευνοεί τους πλουσίους και τις τράπεζές τους. Και καθώς καθίστανται υπερπλούσιοι απαιτούν από την πολιτεία να σφίξει περισσότερο το ζωνάρι με το επιχείρημα ότι "δεν υπάρχει άλλος τρόπος".
Από την άλλη τα πιο μεγάλα ΜΜΕ λένε στον λαό ότι "η πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών" (η πιο χρησιμοποιημένη φράση στην επικρατούσα κουλτούρα της χώρας) εξαναγκάζει το ισπανικό κράτος να ακολουθεί εξαιρετικά αντιλαϊκές δημόσιες πολιτικές παρουσιάζοντας τες ως απαραίτητες και αναπόφευκτες.
Όμως αυτή η πίεση, προκύπτει κυρίως από τις τράπεζες και από τους πλούσιους Ισπανούς που προκάλεσαν την κρίση (με την κερδοσκοπία τους στην αγορά των ακινήτων) και τώρα επωφελούνται αυτών των πολιτικών ζητώντας στο κράτος υψηλά επιτόκια για να δανείσουν τα χρήματά τους που έχουν κερδίσει με την μείωση της φορολογίας τους.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι. Από αυτή την ανάλυση προκύπτει ότι ο καλύτερος τρόπος για αποφευχθεί η συνεχής αύξηση του κρατικού χρέους δεν είναι μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών (πολύ χαμηλή στην ισπανική περίπτωση) αλλά μέσω της αύξησης της φορολογίας των πλουσίων και των υπερπλουσίων στα επίπεδα της προηγούμενης περιόδου (και στην περίπτωση της Ισπανίας στα επίπεδα αυτών στις βόρειες χώρες). Ένας εργαζόμενος στη μεταποιητική βιομηχανία πληρώνει ήδη το 78% αυτού που πληρώνει ο ομόλογός του στην Σουηδία.
Ένας πλούσιος (το 1% του αυξημένου εισοδήματος) πληρώνει το 20% των φόρων που πληρώνει ο Σουηδός ομόλογός του. Τα πράγματα είναι έτσι.

Διαβάστε όλα τα ενδιαφέροντα άρθρα της Ανάλυσης, της Ανάλυσης ΙΙ και της Ανάλυσης ΙΙΙ.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου