Οι Ντ. φεύγουν…

Εδώ και μερικά χρόνια το σπίτι μου καθαρίζει μια κοπέλα που την λένε Ντ. Γεννήθηκε στην Αρμενία, μεγάλωσε στην Γεωργία οι γονείς της ζουν στη Ρωσία και κάποια στιγμή η ίδια με τον άντρα της και τα δυο μικρά παιδιά τους έφτασαν στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια περίπου πριν. Η Ντ. άρχισε να καθαρίζει σπίτια, ο άντρας της δούλευε στις οικοδομές ως βαφέας, τα παιδιά πήγαν σχολείο, νοίκιασαν ένα καλούτσικο σπίτι που το έφτιαξαν με αγάπη, αγόρασαν αυτοκίνητο, έστησαν μια ζωή. Τα παιδιά δεν χρειάστηκαν πολύ για να μάθουν τα ελληνικά, να αποκτήσουν φίλους, ιδίως ο μεγάλος γιός, να προοδεύσουν στο σχολείο, να πηγαίνουν στα Αγγλικά και στο κολυμβητήριο. Η Ελλάδα έγινε πατρίδα τους. Της Ντ. της πήρε περισσότερο χρόνο με τη γλώσσα, αλλά τα καταφέρνει πολύ καλά, ο άντρας της έμεινε πίσω ίσως και λόγω διαφοράς φύλου. Οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες. Η Ντ. είναι πρόσχαρη, καλόψυχη, όμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά και γλυκιά φωνή, πάντα ευγενική, πάντα πρόθυμη και πολύ έξυπνη. Δεν χρειάζεται να της πεις πολλά πολλά. Καταλαβαίνει με τη μισή κουβέντα, δουλεύει ασταμάτητα, δεν τεμπελιάζει, δεν τρώει όλη την ώρα, ένα καφέ πίνει και είναι έμπιστη. Ποτέ μα ποτέ δεν κινδύνεψε το σπίτι ή τα αντικείμενα του. Μας λέει τα προβλήματα με τα παιδιά της και είναι εξαιρετική μητέρα, της εμπιστευόμαστε τα μυστικά μας, την νοιώθουμε ως οικογένεια, χωρίς ποτέ ωστόσο η ίδια να ξεφύγει από εκείνη τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το φίλο από τον εργαζόμενο. Υπάρχει οικειότητα αλλά ταυτόχρονα οι τύποι κρατιούνται. Τα τελευταία δυο χρόνια η ζωή της Ντ. έχει αλλάξει. Ο άντρας της δεν βρίσκει δουλειά και τώρα πλέον φεύγει για μήνες στη Ρωσία για να δουλέψει. Η ίδια τσακίζεται για να τα βγάλει πέρα. Το αυτοκίνητο το πούλησαν, από το σπίτι μετακόμισαν σε φθηνότερο, η καθημερινές ανάγκες δεν βγαίνουν και η Ντ. πλέον φεύγει. Ετοιμάζεται να μετοικίσει στη Ρωσία, να πάει κοντά στη μητέρα της. Δε θέλει. Και τα παιδιά δε θέλουν. Ο γιός της είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα, δεν της λέει ποτέ φανερά τις αντιρρήσεις του, αλλά δε θέλει να φύγει. Η Ελλάδα είναι πατρίδα του. Ωστόσο, η Ντ. και η οικογένειά της θα φύγουν. Δεν μπορούν να ζήσουν άλλο εδώ. Η ζωή είναι πανάκριβη και τα λεφτά που βγάζει καθαρίζοντας λιγοστεύουν αφού λιγοστεύουν οι πελάτες. Θα πείτε, εδώ δεν έχουν λεφτά οι Έλληνες να ζήσουν. Εδώ φεύγουν οι Έλληνες από την Ελλάδα. Συμφωνώ. Όμως η Ντ. ήρθε από μια καταστραμμένη χώρα, αγωνίστηκε, δούλεψε, και τώρα φεύγει ξανά. Όπως ήρθε. Χωρίς τίποτα. Και όσο κι αν η μοίρα αυτών των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα της ευημερίας, για να φτιάξουν τη ζωή τους δεν μας νοιάζει, εγώ αναρωτιέμαι, πως είναι να φεύγεις από τη χώρα σου, να πας σε μια άλλη, μετά ξανά, ξανά, ξανά, κουβαλώντας μια βαλίτσα και τα παιδιά σου που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν ασφάλεια και την έχασαν. Τίποτα το πρωτότυπο δεν έχει αυτή η ιστορία. Ο κόσμος είναι γεμάτος από Ντ. Που μεταναστεύουν συνεχώς για να επιβιώσουν. Εμάς θα μας λείψει. Και αλήθεια τι θα κάνουν οι Ελληνίδες χωρίς Ντ.? Μήπως ήρθε η ώρα να ξαναπιάσουν τα σφουγγαρόπανα? Και λόγω κρίσης?  

Σχόλια