Σκέψεις πάνω σε ένα καλοκαίρι...


...Η απειλή σήμερα ήταν ορατή. Κατέβαινε από τον ουρανό κατρακυλώντας, μαζί με τα χρυσά δαχτυλίδια του ήλιου, δημιουργόντας φαντάσματα στην ακίνητη θάλασσα. Ο παράδεισος ετάφη, έκρωξε δυνατά ο γλάρος απ' το βασίλειο του στους βράχους. Μια ομάδα περιστέρια λευκά, στράφηκαν βιαστικά προς τη δύση. Οι άνθρωποι έπαιζαν φωναχτά με τ' ανύπαρκτα κύμματα.
Απειλή. Ακινησία. Απειλή.
Το πανί στο βάθος του ενωμένου ορίζοντα, δεν έσκιζε τη θάλασσα, όχι από έλλειψη επιθυμίας αλλά από αδυναμία.
Και οι άνθρωποι έπαιζαν. Την ώρα που όποιος βουτούσε στη γυάλινη θάλασσα κορμί και ψυχή θα κοβόταν στα δύο. Ο ορίζοντας κλειστός. Σφιχτός σαν κόμπος και σαν αίνιγμα. 
Η απειλή υπάρχει. Ξεχύνεται στον ορίζοντα σαν καταχνιά, σφιχτοαγγάλιασμα πεταλούδας, δένεται άρρηκτα με τη θάλασσα με τον ουρανό. 
Ο παράδεισος πέθανε, συνεχίζει ο γλάρος βολικά αγκιστρωμένος στο βράχο του. 
Η θεόσταλτη σιωπή τρομάζει. Η ακινησία βουλιάζει μες την ψυχή μας. Αναμονή. Για το επέκεινα. Λαμπρός επωδός του σπαραγμού μας που δεν μπόρεσε να ακουστεί μες τα συντρίμμια της σιωπής, μεγαλόπρεπης βουής του τίποτα, άναξ θνητός του επερχόμενου, βασίλειο μέλαν της ζωής μας. 
Ο λαιμός της, ένας μικρός χαρταετός, στριφογύριζε στο άπαν της μέρας. Ένας λαμπρός μικρός θεός, ο λαιμός της, στολίδι της νύχτας, που το επέβαλε η κόκκινη πανσέληνος στα σκοτάδια της νύχτας. Ο λαιμός της θυσία στο έρεβος, που χτυπώντας τα πόδια του στην άμμο, ήπιε το αίμα απ' το ποτήρι του, φτύνοντας στο άπειρο, γραμμές θανάτου. Ο λαιμός της το επέκεινα. Υψωμένος στα σύννεφα, με κοράλια τα άστρα, εκατόμβη ανώφελη. 
Η θάλασσα ακίνητη, τεράστιος καθρέπτης. Απόλυτα ετερόφωτη, παίρνη χρώμα από τον ουρανό και τα πεύκα. Αλλιώς, κατάλευκο και διάφανο νερό.
Κολυμπώ πλάι σε μια νεκρή μέλισσα. Γυρισμένη τρυφερά στο πλάι, σα μωρό μες την κούνια, με το ένα φτερό της κουπί και το άλλο πανί, λιάζεται άφοβα. Η θάλασσα έγινε η μήτρα και ο τάφος της μαζί...