Kυριάκος Πιερρακάκης>Κοινωνικό Κράτος: Ώρα Μηδέν


“Κάθε ευτυχισμένη οικογένεια είναι απλώς ευτυχισμένη. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο”. Οι πρώτες φράσεις της “Αννα Καρένινα” περιγράφουν την άποψη αρκετών πολιτικών  ότι τα κράτη τους χαρακτηρίζονται από εγχώριες ιδιαιτερότητες σε ότι αφορά την ανάδειξη και αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Ωστόσο, η αφήγηση περί ιδιαιτεροτήτων έχει όρια, τα οποία καθορίζονται από το παγκόσμιο πλαίσιο στο οποίο καλούμαστε να λειτουργήσουμε ως κράτη.  Η άνοδος της Ανατολής σε σχέση με τη Δύση, η διάχυση στοιχείων της κρατικής κυριαρχίας στον ιδιωτικό τομέα και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, η ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας, η άνοδος των διασυνοριακών προβλημάτων όπως η παγκόσμια κλιματική αλλαγή, τα δομικά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – τα φαινόμενα αυτά επιδρούν σε όλα τα κράτη, φυσικά με ασύμμετρο τρόπο.

Το πρόσφατο βιβλίο του Τομά Πικετύ “Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα” αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης βιβλιογραφίας η οποία προσπαθεί να ιχνηλατήσει το πως η παγκόσμια άνοδος των ανισοτήτων και η υπερσυσσώρευση πλούτου στην κορυφή έχει δράσει διαστρεβλωτικά τόσο για την κατοχύρωση της κοινωνικής συνοχής όσο και για την υγιή λειτουργία της οικονομίας. Το κεντρικό επιχείρημα του Πικετύ είναι πως όσο οι αποδόσεις του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου παραμένουν υψηλότερες του μέσου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η κατάσταση θα επιβαρύνεται διαρκώς για τη μεσαία τάξη.

Το πλαίσιο αυτό υπονομεύει με χαρακτηριστικό τρόπο τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναδεικνύουν τις διαφορές ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Το κοινωνικό κράτος, για παράδειγμα, λυδία λίθος της Σοσιαλδημοκρατικής ταυτότητας, δύναται να υπάρχει ως μηχανισμός κοινωνικής συνοχής και πάταξης των ανισοτήτων, εφόσον μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Η αυξανόμενη κινητικότητα κεφαλαίων, ωστόσο, δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερη αδυναμία φορολόγησης του πλούτου. Οι ενδοομιλικές συναλλαγές, η ύπαρξη φορολογικών παραδείσων και ο φορολογικός ανταγωνισμός συμπιέζουν την ευχέρεια των κυβερνήσεων να φορολογήσουν τους “έχοντες”, αναγκάζοντάς τις να εστιάσουν παραπάνω στη φορολόγηση του κόσμου της εργασίας. Αυτό, με τη σειρά του, αναγκαστικά ωθεί στη μείωση της κοινωνικής δαπάνης και σε πιο στοχευμένη κοινωνική πολιτική για τους συγκριτικά μη προνομιούχους. Σε αυτό το φαινόμενο έρχεται να προστεθεί η δημογραφική κάμψη, η οποία είναι καταλυτική σε όλο το δυτικό κόσμο και ειδικά στη χώρα μας, η οποία περαιτέρω συρρικνώνει τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Ο φαύλος αυτός κύκλος, πέρα από την αρνητική κοινωνικοοικονομική του επίδραση, συνολικά οδηγεί στη χαμηλότερη εκλογική διεισδυτικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, απομονώνοντάς τα ακόμα και από κοινωνικά στρώματα που υπήρξαν παραδοσιακοί τους υποστηρικτές, οι οποίοι στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα άκρα ή επιλεγουν την αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες
                                                                                                             
Συνεπώς, για να επιστρέψουμε στο εθνικό μας πλαίσιο, μπορεί το ΠΑΣΟΚ να έχει υποστεί μια ακραία κάμψη των ποσοστών του, ωστόσο τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παρουσιάζουν κακή εικόνα σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το κραταιό γερμανικό SPD, από κόμμα του 40% μετετράπη σε κόμμα του 25%, ενώ ο Πρόεδρος Ολάντ φαίνεται πως δύσκολα θα βρίσκεται στο δεύτερο γύρο της επόμενης προεδρικής εκλογής στη Γαλλία. Το πρόβλημα, δυστυχώς, είναι δομικό και όχι απλά θέμα συγκυρίας, προσώπων και συμβολικών φορτίσεων.

Το πρώτο βήμα για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι το να αποδεχτείς την ύπαρξή του. Μπορεί το αξιακό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας να είναι σταθερό – έμφαση στην πάταξη των ανιστοτήτων και την κοινωνική συνοχή – αλλά πολλές από τις πολιτικές που υπήρξαν μέσα εκπλήρωσης αυτών των αξιών στο οικονομικό πεδίο έχουν καταστεί πολύ απλά μη εφαρμόσιμες. Είναι επίκαιρη όσο ποτέ η διαμόρφωση και ανάδειξη μιάς πολιτικής ατζέντας η οποία θα είναι διττή: αφ’ενός θα διεκδικήσει αλλαγή της οικονομικής αρχιτεκτονικής σε παγκόσμιο και πανευρωπαϊκό επίπεδο σε ότι αφορά τη ρυθμιστική πολιτική και την κινητικότητα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου - η οποία θα καταστήσει ενδεχομένως κάποιες από τις «παλιές» σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές εφαρμόσιμες εκ νέου - και αφ’ετέρου θα προωθήσει «έξυπνες» πολιτικές στο εθνικό πλαίσιο, οι οποίες θα στοχεύσουν στην πάταξη των ανισοτήτων με καινοτόμους τρόπους. Εκεί είναι που θα πρέπει να στοχεύσει η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στη χώρα μας και όχι απλά στην επανασυσπείρωση και την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού του χώρου.