Επανέρχομαι στο καυτό ζήτημα της γεωργικής παραγωγής με σκοπό να ρίξω φως σε κάποια σημεία που δεν είναι εύκολα ορατά και που είναι υπεύθυνα για την πίεση των τιμών των τροφίμων προς τα πάνω.
Εννοείται ότι η κερδοσκοπία παίζει σαφώς και εδώ κάποιο ρόλο, όπως άλλωστε σε όλα τα χρηματιστηριακά προϊόντα. Όμως δεν υπάρχει καπνός αν δεν υπάρχει και φωτιά. Αλλά ας δούμε κάποια πραγματάκια.
Έχουμε δυστυχώς την λανθασμένη εντύπωση ότι η καλλιεργήσιμη γη είναι απεριόριστη. Δεν είναι όμως έτσι δεδομένου του χάσματος που υπάρχει στην απόδοση της πρώτης και της τρίτης κατηγορίας καλλιεργήσιμης γης. Η κατηγορία αναφέρεται στο δυναμικό παραγωγής μιας έκτασης. Η διαφορά αυτή μπορεί να είναι πολλαπλάσια της ίδιας της απόδοσης και όχι κλάσμα αυτής.
Στον κόσμο, ουσιαστικά, μόνο η Βραζιλία και ίσως και η Ουκρανία (μεγάλες εκτάσεις της οποίας έχουν μολυνθεί από το ατύχημα του Chernobyl όπως είδαμε εδώ) έχουν την δυνατότητα να αυξήσουν σημαντικά την απόδοσή τους. Σε πολλές άλλες περιοχές η καλλιεργήσιμη Γη συρρικνώνεται.
Στο παραπάνω γράφημα(1) αναπαρίστανται η 10-ετής μέση ετήσια αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών μαζί με την αντίστοιχη 10-ετής μέση ετήσια αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Παρατηρούμε ότι ο ρυθμός αύξησης της απόδοσης μειώθηκε από το 3,5% ανά έτος το 1970, στο 1,25% το 2009. Η τιμή 1,25% είναι αναμφίβολα εντυπωσιακή όμως στο ίδιο διάστημα ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού μειώθηκε από λίγο πάνω από το 2% στην ίδια τιμή. Η μεταβολή δηλ. στην δεύτερη περίπτωση ήταν κατά πολύ μικρότερη.
Είναι αμφίβολο ότι ακόμα και αν διατηρούνταν αμετάβλητοι οι ρυθμοί αυτοί, θα μπορούσε η ετήσια παραγωγή να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού. Σε οποιοδήποτε άλλο είδος η έλλειψη τροφής θα πίεζε τον πληθυσμό προς τα κάτω οδηγώντας στην ανάκαμψη των αποθεμάτων τροφής. Δεν συμβαίνει όμως αυτό στην περίπτωση του ανθρώπου. Σε έναν πετρελαιοποιημένο κόσμο (αντί του όρου βιομηχανοποιημένου) η έλλειψη τροφής σε ένα μέρος αντισταθμίζεται με την μεταφορά της από ένα άλλο με την κατανάλωση καυσίμων. Έτσι η παραγωγή τροφής πιέζεται αφόρητα. Αν δεν υπήρχε το πετρέλαιο δεν θα ίσχυε αυτό.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο ρυθμό αύξησης της απόδοσης των καλλιεργειών και ας εξηγήσουμε γιατί δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί και αναπόφευκτα θα μειωθεί περνώντας σε αρνητικό πρόσημο.
Το επόμενο γράφημα(1) αναπαριστά την παγκόσμια χρήση λιπασμάτων από το 1961 μέχρι το 2009 σε τόνους ανά τετραγωνικό km. Παρατηρούμε ότι η χρήση τους αυξήθηκε στην ίδια περίοδο περισσότερο από 200% προκειμένου να υποστηρίξουν τον ρυθμό αύξησης της απόδοσης των καλλιεργειών, ο οποίος όμως μειώθηκε σχεδόν στο 1/3 της αρχικής του τιμής.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι ενδεικτικό, καθώς η χρηστικότητα των λιπασμάτων έχει κάποιο φράγμα πέρα του οποίου δεν συνεισφέρει στην αύξηση της απόδοσης της καλλιέργειας. Εκτός αυτού η χρήση τους πιέζει και αυτή τις τιμές των τροφίμων, αφού για την παραγωγή των χημικών που απαιτούνται για την παρασκευή τους καταναλώνεται ενέργεια.
Όμως η αδυναμία κάλυψης των παγκόσμιων αναγκών σίτισης περιορίζεται και με την αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων κρέατος. Αυτό είναι προφανές αν σκεφτεί κανείς ότι για να σιτιστεί μία αγελάδα πρέπει να φάει ένα ολόκληρο χωράφι.
Και βέβαια το τελευταίο σχετίζεται άμεσα με την εκρηκτική ανάπτυξη στην Ινδία και στην Κίνα. Μιλάμε για συνολικό πληθυσμό 2,3 δις στις δύο αυτές χώρες. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στις χώρες αυτές δημιουργεί τρομερό πρόβλημα. Αυτό το είδαμε και στην περίπτωση του σιδήρου, του οποίου η κατανάλωση στην Κίνα ανέρχεται στο 48% της παγκόσμιας κατανάλωσης συνολικά.
Τέλος, η χρήση ενός μέρους της παραγωγής για την παραγωγή βιοκαυσίμων δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση. Από τις αρχές του 2000 σχεδόν τον 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού έχει μετατοπιστεί στην παραγωγή βιοαιθανόλης όπως είδαμε εδώ και εδώ.
Διαβάστε όλα τα ενδιαφέροντα άρθρα της Ανάλυσης και της Ανάλυσης ΙΙ όπως το παραπάνω.
(1) Κάντε κλικ στο γράφημα για να το δείτε σε μεγέθυνση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου