Η λύση της κρίσης είναι ένα παγκόσμιο νόμισμα (δ' μέρος)

Γέννηση του ΔΝΤ...

Είναι ανούσιο να εμβαθύνουμε περαιτέρω: θα προτιμούσα καλύτερα να σας μιλήσω για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο αποτελεί και αυτό σύλληψη της εποχής της συνεδρίασης του Bretton Woods. Ο Keynes πρότεινε όλες οι διεθνείς συναλλαγές να αναφέρονται σε ένα κοινό διεθνές νόμισμα, το Bancor, η τιμή του οποίου θα συνδέονταν με 30 πρώτες ύλες. Πρότεινε η κάθε χώρα να κοντρολάρει τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, γεγονός που οι ΗΠΑ, που ήταν μεγάλος εξαγωγέας εκείνη την εποχή, αρνήθηκαν. Ο White, ως αμερικάνος αντιπρόσωπος, πρότεινε την εγκαθίδρυση ενός αποθεματικού ταμείου όλων των νομισμάτων του πλανήτη. Ένα έθνος, με ένα ασθενές νόμισμα εξαιτίας ενός μεγάλου εμπορικού ελλείμματος, θα μπορούσε να ζητήσει δάνειο στο ταμείο για να στηρίξει το εθνικό του νόμισμα για όσο χρειάζεται ώστε να ελαττώσει το έλλειμμά του. Αυτός είναι ένας από τους σκοπούς του ΔΝΤ, και άλλος ένας η διασφάλιση της σταθερότητας των νομισμάτων.

Το δικαίωμα ειδική έκδοσης

Όμως αυτό που μας ενδιαφέρει σχετικά με το ΔΝΤ είναι τα SDR. Το 1969 η κατάσταση στις αγορές ισοτιμιών ήταν ήδη πολύ τεταμμένη. Οι κεντρικές τράπεζες φοβόντουσαν ότι δεν είχαν αρκετά διαθέσιμα δολάρια ή αρκετό χρυσό, που εκείνη την εποχή ήταν το ίδιο και το αυτό, για να διατηρήσουν τις ισοτιμίες. Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον δημιούργησε το ΔΝΤ ένα έμβρυο του νέου τύπου νομίσματος, τα Ειδικά Δικαιώματα Ανάληψης, που θα ορίστουν και ως "χάρτινος χρυσός". Ένα SDR άξιζε 0,88 γραμμάρια χρυσού. Όμως τι είναι ένα SDR; Ξεκινάμε λέγοντας αυτό που ένα SDR δεν είναι: δεν είναι μία πίστωση του ΔΝΤ.

Το ΔΝΤ διανέμει, χωρίς αντι-δανεισμό, σε καθένα από τα μέλη του ένα δεδομένο αριθμό SDR βάσει μεριδίων. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τα SDR που έλαβε για να τα πουλήσει και να υποστηρίξει το νόμισμά του. Ας φανταστούμε παραδείγματος χάρη ότι ως συνέπεια ενός εμπορικού ελλείμματος το νόμισμα ενός κράτους μέλους εξασθενεί. Η κυβέρνηση αυτού του κράτους, ή η κεντρική του τράπεζα, μπορεί να αγοράσει το νόμισμά του πουλώντας τα SDR του. Σε αυτή την περίπτωση η χώρα πωλητής των SDR θα έχει ένα έλλειμμα SDR ενώ η χώρα λήπτης θα έχει ένα πλεόνασμα. Η χώρα πωλητής οφείλει τώρα να πληρώσει τόκους στη χώρα που έχει ένα πλεόνασμα SDR. Ένα SDR είναι είναι ένα "δικαίωμα λήψης ενός δανείου από ένα συναινών δανειστή", ενα τραπεζικό απόθεμα στο οποίο μπορεί να υπολογίζει μία χώρα. Όπως όλα τα τωρινά νομίσματα που δημιουργούνται από το τίποτα, ένα SDR αναφέρεται σε μία υπόσχεση πληρωμής μίας χώρας που δεσμευεται να τιμήσει τα χρέη της. Εάν μία χώρα δεν χρησιμοποιεί τα SDR της, ούτε πληρώνει, ούτε και λαμβάνει τόκους. Το επιτόκιο των SDR καθορίζεται κάθε εβδομάδα στην βάση της μέσης τιμής των επιτοκίων μερικών βραχυπρόθεσμων ομολόγων που διοχετεύοντα στις νομισματικές αγορές από τις χώρες των οποίων τα νομίσματα συμμετέχουν στην σύνθεση του SDR.

Μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, το 1973, η αξία του SDR υπολογίστηκε στη βάση ενός καλαθιού νομισμάτων, που συμπεριλαμβάνει το μαρικάνικο δολάριο, το ευρώ, την στερλίνα και το γιεν. Οι ισοτιμίες και τα επιτόκια ενός SDR δημοσιεύονται καθημερινά στον ιστότοπο του ΔΝΤ. Σήμερα ένα ευρώ αξίζει 0,90681 SDR και το εβδομαδιαίο επιτόκιο είναι 0,5%.

Από τότε που τα νομίσματα αποσυνδέθηκαν από τον χρυσό, η νομισματική παραγωγή μπόρεσε να επιταχυνθεί πολύ. Έτσι μία χώρα με έλλειμμα μπορούσε να ζητήσει πιο εύκολα ένα δάνειο στις αγορές. Επιπλέον, οι χώρες δεν είχαν πλέον την υποχρέωση να διατηρούν τις ισοτιμίες σταθερές. Αυτή η διπλή εξέλιξη ελαχιστοποίησε την χρήση του SDR. Σήμερα ο ρόλος των SDR περιορίζεται σε εκείνο του αποθεματικού πόρου και εξυπηρετεί κυρίως ως λογιστική μονάδα του ΔΝΤ και άλλων διεθνών οργανισμών. Σημειώνουμε ότι το 2003 η Διεθνής Ρυθμιστική Τράπεζα (ΔΡΤ), με έδρα στην Βασιλεία, αποφάσισε να μην χρησιμοποιεί πλέον το φράγκο ως λογιστική μονάδα, αλλά το SDR.

Πως δημιουργείται ένα νέο νόμισμα

Η συνέχεια του άρθρου εδώ.

α' μέρος
β' μέρος
γ' μέρος

ε' μέρος
στ' μέρος
ζ' μέροςΔιαβάστε όλα τα ενδιαφέροντα αρθρα της Ανάλυσης και της Ανάλυσης ΙΙ.

Σχόλια